ΟΤΑΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΑΙΖΕ PROG ROCK

Aphrodite's Child - The Four Horsemen

Παρόλες τις έντονες πολιτικές ζυμώσεις της, η ελληνική δεκαετία του 1970 αποτελεί εποχή πειραματισμών στον χώρο της ροκ μουσικής και του κινηματογράφου. Στην πρώτη περίπτωση, μπορούμε να αναφέρουμε προκαταρκτικά τα δεκάδες σχήματα που ξεπηδούσαν εκείνα τα χρόνια, παίζοντας ελληνόφωνη ή αγγλόφωνη μουσική που φιλοδοξούσε να συνομιλήσει με την οργιαστική νέα σκηνή που αναδυόταν στον εξωτερικό (συχνά όμως το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο μιμητικό παρά δημιουργικό), ενώ στη δεύτερη αρκεί να θυμηθούμε τα μεγάλα επιτεύγματα του Αγγελόπουλου, αλλά και ένα πλήθος από αξιόλογους σκηνοθέτες που δεν απέκτησαν ποτέ τη φήμη που τους άξιζε - εντελώς αυθόρμητα  μου έρχεται στο μυαλό η υποτιμημένη Τώνια Μαρκετάκη, με τον εντυπωσιακό "Ιωάννη τον βίαιο" του 1973.
\r\nΜέσα σε αυτό το πλαίσιο, η λιλιπούτεια prog σκηνή του ελληνικού ροκ παρακαλά για λίγη από την προσοχή μας. Αυτή η σκηνή εκπροσωπείται ουσιαστικά από τρεις δίσκους (αν μου διαφεύγει κάτι, τα σχόλια των αναγνωστών είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενα), έναν αγγλόφωνο και δύο ελληνόφωνους: Το "666" των Aphrodite’s Child (ηχογραφήθηκε από τα τέλη του 1970 μέχρι τις αρχές του 1971, αλλά κυκλοφόρησε το 1972), τον "Ακρίτα" (1973) από το ομώνυμο συγκρότημα που έφτιαξε ο Σταύρος Λογαρίδης και τα "Απέραντα χωράφια" (1973) του Κώστα Τουρνά, με τη συμμετοχή των Ρουθ.
\r\nΘεωρώ ότι το "666" είναι κάθε άλλο από υποτιμημένο ή αδικημένο. Όποιο σοβαρό περιοδικό ή ιστοσελίδα του εξωτερικού ασχολείται με το prog των 70s δεν λησμονεί ποτέ να αναφερθεί στον διπλό ογκόλιθο των Aphrodite’s Child, που ωστόσο ανήκει περισσότερο στην ψυχεδέλεια του τέλους της προηγούμενης δεκαετίας, παρά στο μπαρόκ / νεορομαντικό βρετανικό κίνημα της επόμενης, στο οποίο ηγούνταν μπάντες όπως Yes, Genesis και Jethro Tull. Οι πρώιμοι Pink Floyd αλλά και οι Doors ακούγονται ίσως περισσότερο συγγενείς με το "666", αν και οι όποιες συγκρίσεις περιττεύουν όταν εισδύει κανείς στην ιδιαίτερη καλλιτεχνική φυσιογνωμία του ελληνικού δίσκου.
\r\nΜε τα σημερινά δεδομένα, το "666" φαντάζει κάπως εκκεντρικό και φλύαρο. Παρόλα αυτά, ο ακροατής θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να παραβλέψει τις μικρές αδυναμίες του και να εστιάσει στο ιδιοφυές και πραγματικά αξιοθαύμαστο πάντρεμα του ξένου ροκ ήχου με την ελληνική δημοτική παράδοση που επιχειρεί (και κατορθώνει) ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Με κινητήριο δύναμη το απόλυτα προσωπικό στυλ στον ήχο των πλήκτρων, με εκείνα τα γοητευτικά "καμπανάκια" που θα γίνουν αργότερα το σήμα κατατεθέν του συνθέτη, ο Παπαθανασίου ενορχηστρώνει ένα απρόσμενα επιτυχημένο αμάλγαμα από ψυχεδελικούς ήχους, που ντύνουν παραδοσιακές φόρμες της παραδοσιακής, αλλά και βυζαντινής, μουσικής μας παράδοσης (χαρακτηριστικά παραδείγματα τα "The lamb", "Lament" και "The wedding of the lamb"). Από εκεί και πέρα, ατμοσφαιρικές συνθέσεις αλά Floyd ("Aegean sea") και μπαλάντες Beatle-ικής έμπνευσης ("Break", "Hinc et nunc") συνδράμουν το τελικό αποτέλεσμα, που κατά βάση φιλοδοξεί να έχει διεθνή χαρακτήρα, με μία όμως έντονη "ελληνική" απόχρωση.
\r\nΤους στίχους του εγχειρήματος, που υποτίθεται ότι στηρίζεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, υπογράφει ο γνωστός σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης ("Ρεμπέτικο", "Προμηθέας σε δεύτερο πρόσωπο" κ.ά.). Τον δραστήριο Φέρρη θα τον συναντήσουμε, καθόλου τυχαία, και στον "Ακρίτα" του Λογαρίδη και πάλι ως στιχουργό. Η περίπτωση του Φέρρη, που σκηνοθετεί τη "Φόνισσα" το 1974 (στηριγμένο στη γνωστή νουβέλα του Παπαδιαμάντη), αξίζει μεγάλη προσοχή. Στο συγκεκριμένο φιλμ, ο Φέρρης πειραματίζεται με τη φόρμα, επιλέγοντας τον ηθογραφικό ρεαλισμό στην κύρια γραμμή της πλοκής και την ψυχεδελική απεικόνιση στις αναδρομές, όπου γίνεται λόγος για μάγισσες, φονικά και όνειρα. Εννιά χρόνια μετά, ο Φέρρης θα δώσει το "Ρεμπέτικο", ένα αμιγώς ελληνικό έργο. Με άλλα λόγια, ο Φέρρης συνεχίζει την παράδοση της λεγόμενης "Γενιάς του ’30" (ας παρακάμψουμε τη μεγάλη συζήτηση γύρω από το νόημα ακόμα και της ύπαρξης του όρου), που επιχείρησε εκούσια τη δημιουργία μίας Τέχνης ευρωπαϊκής και ελληνικής ταυτόχρονα, ερμηνεύοντας και επανερμηνεύοντας διαρκώς την έννοια της "ελληνικότητας" και τη θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χάρτη του μοντερνισμού.
\r\nΜε όλα τα παραπάνω θέλω να πω το εξής απλό: ότι το "666", όπως και οι άλλοι δύο δίσκοι που θα παρουσιάσουμε πιο κάτω, είναι ένα έργο όχι μόνο μουσικής, αλλά κυρίως και πρωτίστως πολιτισμικής αξίας. Δεν αντιπροσωπεύει τίποτα άλλο από τη θέληση των δημιουργών του να ενσωματώσουν το "ελληνικό" στο "ευρωπαϊκό", δίχως να θυσιάσουν το πρώτο, αλλά ούτε και να θίξουν το δεύτερο. Από αυτή την άποψη, το "666" συνεχίζει το έργο του Γ. Σεφέρη και των ομοτέχνων του, αποτελεί δηλαδή άτυπο κληρονόμο της "Γενιάς του ’30" - και αξίζει να αναφέρουμε ότι στο "Ofis" απαγγέλλει ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, επίσης εκπρόσωπος της "Γενιάς".
\r\nΤα κατάφεραν άραγε; Προσωπικά πιστεύω πως ναι. Πείστηκα μάλιστα όταν άκουσα την καλύτερη μάλλον σύνθεση του album, το "Four horsemen" (με τη μοναδική ερμηνεία του Ντέμη Ρούσσου), να βγαίνει από τα ηχεία του συναυλιακού χώρου στη Φλωρεντία, όπου θα εμφανίζονταν εντός ολίγου οι Oasis. O Noel Gallagher λοιπόν ενέκρινε.

\r\n\r\n

 

\r\n\r\n

 

\r\n\r\n

 

\r\n\r\n

\r\n\r\n

\r\nΔίχως το πληθωρικό εκτόπισμα του "666", αλλά οπωσδήποτε αξιόλογα το καθένα με τον τρόπο του, τα δύο ελληνόφωνα prog albums που κυκλοφόρησαν την επόμενη χρονιά φανέρωναν και πάλι την απόπειρα των δημιουργών τους να επαναπροσδιορίσουν την "ελληνικότητα" της εγχώριας Τέχνης, και μάλιστα μέσα στην καρδιά της εθνοϋστερικής και αρκούντως κιτς Επταετίας. Ο Λογαρίδης με τον "Ακρίτα" παρουσίασε τελικά έναν δίσκο που στέκει πολύ πιο κοντά στο "666" απ’ ό,τι τα "Απέραντα χωράφια" του Τουρνά. Πρώην μέλη και οι δύο του folk σχήματος των Poll, οι Λογαρίδης και Τουρνάς εφάρμοσαν διαφορετικές προσεγγίσεις.
\r\nΟ "Ακρίτας", το δηλώνει και ο τίτλος του, είναι πιο "ελληνικός", και ως εκ τούτου πιο υπερβατικός και αφαιρετικός. Η θεματολογία των στίχων δεν είναι ξεκάθαρη και ο Λογαρίδης, Πολίτης και καλός γνώστης της ψαλτικής, προτιμά να κρατά το ίσο στα φωνητικά του, παρά να τραγουδά συμβατικά. Όσον αφορά στο μουσικό ύφος, πολύ μεγάλη βαρύτητα δίνεται στα πλήκτρα και τα πιανιστικά περάσματα, που ερμηνεύονται άψογα από τον Άρη Τασούλη - σημειωτέον ότι ο μουσικός χρησιμοποιεί ένα synthesizer VCS 3, το ίδιο μοντέλο με αυτό στο “Dark side of the moon” των Pink Floyd- και τα οποία φανερώνουν ενδεχομένως επιρροή από τους Emerson, Lake and Palmer. Στους στίχους και πάλι ο Κώστας Φέρρης, γεγονός που επιβεβαιώνει, κατά τη γνώμη μου, την καλλιτεχνική ταυτότητα του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, όπως προσπαθήσαμε να την προσδιορίσουμε παραπάνω.

\r\n\r\n

\r\n

\r\n\r\n

 

\r\n\r\n

Για τα "Απέραντα χωράφια" έχουν γραφτεί διάφορα, ότι δηλαδή πρόκειται για μία "αντιδικτατορική" δήλωση του Τουρνά, κρυμμένη μέσα σε ποιητικούς και αλληγορικούς στίχους. Ίσως υπάρχει μία δόση αλήθειας σε αυτό, ωστόσο ο δίσκος δεν παύει να είναι πάνω απ’ όλα ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του μόλις 23χρονου καλλιτέχνη, που εκείνη την περίοδο έψαχνε διέξοδο στη μουσική αγορά, ύστερα από τη διάλυση των Poll. Οι ενορχηστρώσεις θυμίζουν πολύ άλλα μουσικά θέματα που ακούμε σε ταινίες της εποχής, δίχως όμως ίχνος από την κακογουστιά τους. Αν μη τι άλλο, τα "Απέραντα χωράφια", που χωρίζονται σε δύο εκτενή μέρη, αποτελούν μία άκρως σοβαρή καλλιτεχνική πρόταση και συνήθως βλέπουν τον Τουρνά να βγαίνει νικητής στη μάχη του με τις πολύπλοκες φόρμες και τους λογοτεχνικούς στίχους. Σε αντίθεση με τον "Ακρίτα", τα "Απέραντα χωράφια" διαθέτουν μία ξεκάθαρη αφηγηματική γραμμή, πράγμα μάλλον καλό, αφού κάνει τον δεύτερο δίσκο πιο προσιτό και φιλικό στον ακροατή.

\r\n\r\n

\r\n

\r\n\r\n

Σε επίπεδο επιρροών, τα "Απέραντα χωράφια" αντλούν περισσότερο από το ροκ των 60s, ενώ θα διαφωνήσω με την άποψη ότι ο Τουρνάς γίνεται προπομπός των Queen, επειδή επιχειρεί να συνδυάσει ετερόκλητα μουσικά στοιχεία. Προσωπικά δεν βλέπω καμία τέτοια ομοιότητα, αντίθετα δεν θα απέκλεια την εκλεκτική συγγένεια του Έλληνα καλλιτέχνη με τον Mike Oldfield, που εκείνη την περίοδο φτιάχνει ορχηστρική μουσική που θυμίζει σημεία του δεύτερου μέρους στα "Απέραντα χωράφια".
\r\nΟι τρεις παραπάνω δίσκοι αποτελούν ενδιαφέροντα δείγματα ελληνικής prog (rock) μουσικής, δεν θα πρέπει όμως να λησμονούμε τον διάλογο των Ελλήνων καλλιτεχνών με το ξένο, την απόπειρα σύζευξης του "δυτικού" μέσα στο "ελληνικό". Για να το πω αλλιώς: αν προσεγγίσουμε την ελληνική ροκ σκηνή των 70s με στεγνούς δυτικούς όρους, τον "Μπάλο" του Σαββόπουλου τι στην ευχή θα τον κάνουμε;
\r\n
\r\nΚων/νος Χρυσόγελος

\r\n

Copyright 2024. All Right Reserved.