SAMUEL TAYLOR COLERIDGE: Ο ποιητής του σκληρού ήχου, μέρος 1ο

Rush: Xanadu (A farewell to kings, 1977)

1798. Κυκλοφορεί στην Αγγλία ένα βιβλίο υπό τον τίτλο “Lyrical ballads”, με δημιουργούς δύο νέους Βρετανούς, τον Samuel Taylor Coleridge (1772-1834) και τον William Wordsworth (1770-1850). Σε αυτό περιέχονται ποιήματα που εκφράζουν μία καινούργια ποιητική αντίληψη, είτε πρόκειται για τη θεματοποίηση της καθημερινής ζωής των απλών χωρικών, είτε για τη χρήση ευλύγιστων στίχων είτε, τέλος, για τον θαρραλέο συγκερασμό του λυρικού και του αφηγηματικού στοιχείου (εξ ου και «λυρικές μπαλάντες»). Λίγοι το διαισθάνονταν τότε, αλλά το βιβλίο αυτό σηματοδοτούσε τις απαρχές του αγγλικού Ρομαντισμού.

Καθένας από τους δύο νέους ποιητές ακολούθησε τον δικό του ξεχωριστό δρόμο. Ο Coleridge, που ενδιαφέρει εμάς, άφησε μια πλειάδα από κλασικές ποιητικές συνθέσεις, καθώς και σημαντικό θεωρητικό και μεταφραστικό έργο. Ανάμεσα στην ομάδα των πρωτότυπων συνθέσεών του, ξεχωρίζει και δεσπόζει το “Kubla Khan”, ένα από τα γνωστότερα και πλέον δημοφιλή ποιήματα της ρομαντικής λογοτεχνίας, που ταυτόχρονα πονοκεφαλιάζει εδώ και αιώνες τους ανά τον κόσμο μελετητές σχετικά με το νόημά του. Κι αυτό διότι η μορφική, εικονική και ρυθμική τελειότητα του στιχουργήματος δεν συνοδεύεται από ενάργεια περιεχομένου. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, οι όχι ακριβώς ευάριθμες εξωκειμενικές πληροφορίες γύρω από τη σύνθεση του “Kubla Khan, οι οποίες παρεμπιπτόντως παρέχονται από τον ίδιο τον Coleridge, αποτελούν ομοίως αντικείμενο έντονων συζητήσεων -συμπεριλαμβανομένης της χρονολογίας συγγραφής, που προσδιορίζεται με ακρίβεια-, οδηγώντας σε ποικίλες ερμηνευτικές προτάσεις. 

Ας ξεκινήσουμε από το εξωκειμενικό υλικό. Στην έκδοση του ποιήματος του 1816, ο ποιητής αναφέρει πως ένα απόγευμα ένιωθε κάπως αδιάθετος (“slight indisposition”), γι’ αυτό πήρε ένα παυσίπονο (“anodyne”) κι έπεσε για ύπνο. Ενώ κοιμόταν, επηρεασμένος και από το βιβλίο που διάβαζε πιο πριν, είδε στον ύπνο του ένα όραμα, τον εντυπωσιακό κήπο που είχε κτίσει ο Μογγόλος ηγεμόνας Κουμπλάι Χαν στη θερινή κατοικία του, στην πόλη της Ζαναντού (Xanadu). Το όραμα ήταν τόσο έντονο, που ένα  ποίημα άρχισε να γράφεται από μόνο του,  μπροστά στα μάτια του κοιμώμενου ποιητή. Όταν ξύπνησε, ο Coleridge έσπευσε να καταγράψει τους στίχους, πρόλαβε όμως να το κάνει μόνο για ένα μικρό ποσοστό αυτών, αφού εκείνη τη στιγμή διακόπηκε απότομα από έναν άντρα που τον απέσπασε από τη συγγραφή, απασχολώντας τον για πάνω από μία ώρα. Όταν επέστρεψε ο ποιητής, δεν θυμόταν πια τους υπόλοιπους στίχους.

Ωστόσο το 1934 ήρθε στη δημοσιότητα ένα αυτόγραφο χειρόγραφο του ποιήματος, το λεγόμενο “Crewe manuscript”, που φέρει μία σημείωση που ξεκαθαρίζει την προηγούμενη διατύπωση σε δύο σημεία: Η «αδιαθεσία» του Coleridge ήταν δυσεντερία και το «παυσίπονο» τίποτα άλλο από όπιο, ουσία στην οποία ο ποιητής είχε εθισθεί άθελά του από νεαρή ηλικία, οπότε και είχε αρχίσει να το προσλαμβάνει για λόγους υγείας – να σημειωθεί ότι για πολλά χρόνια η ιατρική επιστήμη πίστευε στις πολλαπλές θεραπευτικές ιδιότητες του όπιου, μέχρι που κάποια στιγμή έγινε αντιληπτή η ζημιά που έκανε στον ανθρώπινο οργανισμό.

Το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Coleridge αφενός τελούσε υπό την επήρεια του όπιου, αφετέρου ισχυρίστηκε πως το ποίημα συντέθηκε από μόνο του κατά τη διάρκεια του ύπνου, οδήγησε τη σύγχρονη κριτική σε δύο ακραίες απόψεις: Πρώτον, ότι η αχαλίνωτη φαντασία που χαρακτηρίζει το ποίημα οφείλεται αποκλειστικά στο ναρκωτικό, δεύτερον ότι εδώ είχαμε να κάνουμε με ένα πρωιμότατο είδος «αυτόματης γραφής», αφού η ποιητική διάνοια τάχα δεν μεσολάβησε διόλου μεταξύ σύλληψης και σύνθεσης. Εντούτοις, κατοπινές διασαφηνίσεις από ειδικούς επιστήμονες ξεκαθαρίζουν ότι ένα τέτοιο ποίημα προϋποθέτει την καλλιτεχνική ιδιοφυία ενός χαρισματικού μυαλού, ανεξάρτητα από τον ρόλο που έπαιξε είτε η οπιομανία είτε η ονειρώδης κατάστασή του. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αποφεύγουν να πάρουν τοις μετρητοίς τα όσα αναφέρει ο Coleridge στον πρόλογο της έκδοσης του 1816, πιστεύοντας πως αποτελούσαν ένα πρώτης τάξης άλλοθι για το γεγονός ότι το ποίημα παρέμεινε ανολοκλήρωτο

Πράγματι, ο υπότιτλος του “Kubla Khan” είναι: “A fragment”, δηλαδή «ένα θραύσμα». Με αυτό τον τρόπο ο Coleridge δήλωνε πως ο αναγνώστης είχε μπροστά του ένα απόσπασμα από ένα έργο που έμελλε να μείνει λειψό, αφού ο μυστηριώδης άντρας διέκοψε τον ποιητή τη στιγμή που επιχειρούσε να καταγράψει το σύνολο των στίχων. Μήπως όμως, σκέφτονται διάφοροι, ο Coleridge δεν κατάφερε να φέρει σε πέρας το φιλόδοξο σχέδιό του και γι’ αυτό σκαρφίστηκε την πολύπλοκη ιστορία που αφηγήθηκε στον πρόλογο του 1816;

Όπου και να βρίσκεται η αλήθεια, το “Kubla Khan” χάρισε στην παγκόσμια λογοτεχνία 55 εντυπωσιακούς στίχους, γραμμένους σε εναλλασσόμενα μέτρα (ιαμβικό οκτασύλλαβο, δεκασύλλαβο, ενδεκασύλλαβο και λίγους τροχαίους), που περιγράφουν με ρώμη και ακρίβεια το θεσπέσιο και ταυτόχρονα επιβλητικό θέρετρο του φοβερού ηγεμόνα: Ο ιερός ποταμός Alph διαπερνά ασύλληπτα μεγάλες σπηλιές και διατρέχει απέραντες θαλερές εκτάσεις. Περιμετρικά υπάρχουν τείχη, πύργοι και αρχαία δάση με δέντρα που γεννούν μεθυστικούς για την όσφρηση καρπούς. Και πάνω σε μια πλαγιά υπάρχει ένα τρομακτικό («ρομαντικό») χάσμα, όπου δημιουργείται μια πηγή που φτύνει μεγάλα κομμάτια βράχων κι αυτά πέφτουν σαν το χαλάζι. Από εκεί ξεπετάγεται ο ποταμός Alph, που κατόπιν ξετυλίγει το μακρύ κορμί του μέσα στα δάση, πριν χυθεί στην απέραντη θάλασσα.

Στο θέρετρό του βρισκόταν, λοιπόν, ο Κουμπλάι Χαν όταν άκουσε «πανάρχαιες φωνές» να προφητεύουν πόλεμο. Ο ποιητής όμως επιμένει στη μοναδική ομορφιά του τόπου, που κατάφερνε να εναρμονίζει ακόμα και τα αντίθετα, αφού ο πάντα ηλιόλουστος καιρός δεν μπορούσε να βλάψει τις «σπηλιές που ήταν φτιαγμένες από πάγο». Με αυτή την «παράλογη» εικόνα γίνεται η μετάβαση από την περιγραφή του θέρετρου στον ανεκπλήρωτο πόθο του ποιητή, μια κοπέλα που είχε δει κάποτε σε όραμα να κρατά τη λύρα της και να τραγουδά λόγια που αυτός τώρα αποζητά, αφού εκείνα ήταν που θα του επέτρεπαν να «χτίσει με νότες» (δηλαδή να αναπλάσει) το θέρετρο του Κουμπλάι Χαν. Και τότε όλοι θα φοβόντουσαν και θα σεβόντουσαν τον ποιητή, αφού θα καταλάβαιναν πως αυτός θα είχε φάει από τη «γλυκιά δροσιά» και θα είχε πιει από το «γάλα του Παραδείσου».

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Η συζήτηση συνεχίζεται, αν και αρκετοί αναλυτές συγκλίνουν στο ότι ο Coleridge μιλά για την ποιητική δημιουργία και για τον ρόλο της «ιδιοφυίας» του ποιητή στη δημιουργική διαδικασία, όπως και για το πώς εξωτερικοί παράγοντες την εμποδίζουν ν’ αγγίξει την καλλιτεχνική τελειότητα. Με άλλα λόγια: ο κήπος της Ζαναντού είναι ταυτόχρονα η έμπνευση και το γέννημα της φαντασίας του ποιητή. Η ονειρική κοπέλα με τη λύρα λειτουργεί με τον πρώτο τρόπο, αλλά ο αφηγητής τώρα βρίσκεται σε μία κατάσταση αναπόλησης, αφού αδυνατεί να θυμηθεί τα λόγια της. Μεταφορικά μπορούμε, ως ένα σημείο, να δούμε την απογοήτευση του Coleridge για το ανέφικτο της τελείωσης στην Τέχνη. Ή μήπως όχι;

1977. Οι Καναδοί Rush βρίσκονται σε σταθερά ανοδική πορεία, ύστερα από τον θρίαμβο του “2112” (1976), ενός δίσκου που τους έδωσε την απαραίτητη ώθηση, τοποθετώντας τους στην πρώτη γραμμή του προοδευτικού ροκ. Πιο κατασταλαγμένοι υφολογικά, αφήνοντας πίσω την εμμονή με τους Led Zeppelin, οι τρεις μουσικοί (Geddy Lee στο μπάσο, τα πλήκτρα και τη φωνή, Alex Lifeson στην κιθάρα και Neil Peart στα τύμπανα) εμπλουτίζουν τον ήχο τους και τον οδηγούν σε πιο ατμοσφαιρικές ατραπούς, που αργά αλλά σταθερά θα τους οδηγήσουν στο πρωτοφανέρωτο τότε μουσικό είδος του new wave. Η αφετηρία σε αυτή τη γοητευτική καλλιτεχνική αναζήτηση γίνεται με το σαφώς prog album “A farewell to kings” (1977).

Η πρώτη μεριά του “Farewell” έκλεινε με ένα 12λεπτο αφηγηματικό κομμάτι ονόματι “Xanadu”, σε στίχους του Neil Peart. Ήρωας και αφηγητής είναι ένας θνητός που αποζητά την αθανασία. Με οδηγό τους μύθους και ένα αρχαίο βιβλίο, ξεκινά το ταξίδι του για τη χαμένη Ζαναντού, όπου ονειρεύεται ότι θα ζει ευτυχισμένος, διαμένοντας στο θέρετρο του Κουμπλάι Χαν, ως ο «τελευταίος αθάνατος άνθρωπος». Τελικά επιτυγχάνει τον σκοπό του, βιώνοντας όμως το βαρύτατο τίμημα της υπερφίαλης επιθυμίας του: Ο ήρωας είναι φυλακισμένος στη Ζαναντού για χίλια χρόνια, ως ένας «τρελός», πια, «αθάνατος άνθρωπος».

Η σύγκριση μεταξύ του λεξιλογίου του “Kubla Khan” και του “Xanadu” δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο Peart διάβασε προσεκτικά το ποίημα του Coleridge, χρησιμοποιώντας το εκλεκτικά ως πρότυπο. Το εναρκτήριο δίστιχο του “Kubla Khan” (“In Xanadu did Kubla Khan |  a stately pleasure-dome decree”) παραφράζεται και προσαρμόζεται στο μέσον περίπου του “Xanadu” (“Held within the Pleasure Dome, decreed by Kubla Khan”). Από κει και πέρα, ο Peart «δανείζεται» τη  «γλυκιά δροσιά» (“honey-dew”) και το «γάλα του Παραδείσου» (“milk of Paradise”) από την τελευταία στροφή του ποιήματος, αλλά και τον «ιερό ποταμό Alph» (“the sacred river Alph”) που ρέει στο θέρετρο, όπως και τις «σπηλιές από πάγο» (“caves of ice”) που δεν λιώνουν παρόλο που το μέρος είναι ηλιόλουστο. Μάλιστα, ο Peart χρησιμοποιεί εύστοχα τα παραπάνω ως Leitmotifs του στιχουργικό αφηγήματός του, επαναλαμβάνοντας τις λέξεις στα ήπια / λυρικά μέρη του τραγουδιού, παραλλάσσοντας όμως το νόημά τους, αφού από τον διακαή πόθο του ήρωα για τη Ζαναντού, καταλήγουμε στη θλιβερή πραγματικότητα της βασανιστικά αιώνιας αθανασίας.

Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται -και που τελικά αναδεικνύει την επιδεξιότητα του Peart και τη γενικότερη ευστροφία των Rush- είναι η εξάντληση της εξάρτησης του τραγουδιού από το ποίημα στο επίπεδο της αρχικής ιδέας και του περιορισμένου λεκτικού δανεισμού. Με απλά λόγια, ο Peart εμπνεύστηκε μεν από το “Kubla Khan”, δόμησε την ιστορία του με παρόμοια αφηγηματικά υλικά, αξιοποίησε και το λεξιλόγιο του ποιήματος, χάραξε όμως τη δική του θαρραλέα πορεία, πλάθοντας το προσωπικό του αφήγημα, στο οποίο εμφύσησε ένα «ηθικό δίδαγμα» που δεν υπάρχει στον Coleridge: Η αναζήτηση της αθανασίας είναι βλακώδης και καταδικασμένη στην αποτυχία. Ο ρομαντικός ποιητής υπαινίσσεται τη δυσθυμία του για τον χαμένο παράδεισο τη Ζαναντού, ο Peart εκφράζει ρητά τον θρήνο της ανακάλυψής του. Τελικά το νόημα της ζωής έγκειται στην ίδια της την πεπερασμένη φύση.

 

Ο πραγματισμός του Peart, και εντέλει των Rush, αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα της Τέχνης των Καναδών, θα ήταν πάντως λάθος να τον αποκόψουμε από εκείνο το χαρακτηριστικό της μουσικής τους που θα ονόμαζα «υγιή Ρομαντισμό». Στο “2112”, το συγκρότημα αφηγείται την τραγική ιστορία ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει τη μουσική μέσα στην ανελεύθερη κοινωνία όπου ζει, η οποία ελέγχεται από τους αυταρχικούς ιερείς. Στο “Closer to the heart” από το “Farewell”, διατυπώνεται το αίτημα για έναν κόσμο περισσότερο ελεύθερο και ανθρώπινο. Τέλος, στο “Cinderella man”, από τον ίδιο δίσκο, η μπάντα τάσσεται με το μέρος ενός οραματιστή που παλεύει για ένα καλύτερο αύριο, μα συναντά παντού εμπόδια. Ξανά και ξανά λοιπόν η τριάδα προωθεί το ιδεώδες της δημιουργικότητας, του ουμανισμού και της ελευθερίας της βούλησης (πβ. το “Freewill” από το “Permanent waves” του 1980), υπενθυμίζοντας όμως πως αυτό το ιδεώδες πρέπει να πραγματωθεί μέσα στον αισθητό κόσμο που μας περιβάλλει.

Συνεπώς, το “Xanadu” εντάσσεται αρμονικά στο φιλοσοφικό σύστημα των Rush. Εκείνο που πραγματικά εντυπωσιάζει, όσον αφορά στη συγκεκριμένη σύνθεση, είναι η μαεστρία του Peart με την οποία ο μουσικός εγκολπώθηκε και οικειοποιήθηκε το αριστούργημα του Coleridge, αλλάζοντάς το κατά το δοκούν και εξυπηρετώντας τελικά τις δικές του αισθητικές και ιδεολογικές επιδιώξεις. Πραγματικά, αν ποιήματα όπως το “Kubla Khan” γράφονται μια φορά στα 300 χρόνια, τότε και συγκροτήματα όπως οι Rush βγαίνουν με την ίδια συχνότητα, αν όχι σπανιότερα.

Κων/νος Χρυσόγελος

 

 

\r\n

Copyright 2024. All Right Reserved.