Death - The sound of perseverance
Death - The sound of perseverance
Οι Death, το πνευματικό τέκνο του Chuck Schuldiner (1967-2001), δεν ήταν ποτέ, ή τουλάχιστον σχεδόν ποτέ, μία death metal του μέσου όρου. Αν και οι πρώτες δισκογραφικές απόπειρες της μπάντας που άλλαζε διαρκώς line-up σχετίζονται άμεσα με τη γέννηση και την εδραίωση του εν λόγω είδους, από το 1991 κι εξής, έτος κυκλοφορίας του σπουδαίου "Human", o Schuldiner προσδίδει τεράστιο βάθος στη μουσική του, φλερτάροντας έντονα με το progressive, δημιουργώντας τελικά δίσκους με death μεν υπέδαφος, τελείως όμως ιδιαίτερους και ξεχωριστούς ως προς το τελικό μουσικό τους ύφος απ’ οτιδήποτε άλλο κυκλοφορούσε στην αγορά του ακραίου ήχου.
\r\n\r\n
Το "Sound of perseverance" ήταν ο τέταρτος και τελευταίος δίσκος της μαγικής τετράδας της περιόδου 1991-1998, αφού μετά την κυκλοφορία του, ο Chuck διέλυσε την μπάντα και φόρμαρε τους Control Denied. Μαζί του τούτη τη φορά βρίσκονταν οι βιρτουόζοι Richard Christy (τύμπανα), Scott Clendenin (μπάσο) και Shannon Hamm (κιθάρα). Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς είναι ότι τα φωνητικά είναι πιο πρίμα και τσιριχτά, ακροβατώντας μεταξύ του death και black ηχοχρώματος. Ωστόσο, η μουσική και τα riff συνομιλούσαν περισσότερο με το αμερικάνικο power (απλά ακούστε το αρχικό riff από το "Seven tongues of God" των Nevermore και πείτε μου ότι δεν θα μπορούσε να ανήκει σε σύνθεση του "Sound of perseverance") και ενίοτε με το ευρωπαϊκό (εδώ θα ενέτασσα σημεία του "To forgive is to suffer"). Γενικότερα, υπάρχει μία διάθεση από τον Chuck να συγκεράσει το κλασικότροπο (βλ. και τη διασκευή στο "Painkiller" των Judas Priest) με το progressive. Το δεύτερο αντιπροσωπεύεται από τις συχνές εναλλαγές στο tempo, ακόμα και μέσα στην ίδια σύνθεση, αλλά και από τα ουκ ολίγα περάσματα που κάνει το μπάσο του Clendenin.
\r\n\r\n
Συνθετικά, το album ενδεχομένως και να είναι ο καλύτερος δίσκος των Death, αν και θα πρέπει να πούμε ότι τα τέσσερα κομψοτεχνήματα της δεύτερης περιόδου του συγκροτήματος είναι σχεδόν ισάξια. Το "Sound..." ανοίγει συμπαθητικά με το "Scavenger of human sorrow", στην πορεία όμως ξανοίγεται ένας κόσμος από ασυναγώνιστες συνθέσεις: "Bite the buller", "Spirit crusher", "Flesh and the power it holds" (ίσως το καλύτερο του δίσκου), "To forgive is to suffer" και το λυρικό instrumental "Voice of the soul". Και φυσικά δεν ξεχνάμε τη μοναδική διασκευή στο "Painkiller", που θα μπορούσε να διδάσκεται στα ωδεία ως υπόδειγμα δημιουργικής πρόσληψης του έργου άλλων καλλιτεχνών. Υφολογικά, όλα τα στοιχεία που λατρέψαμε στους Death είναι εδώ: Πολλές κι ενδιαφέρουσες εναλλαγές, ανατολίτικα solo, καταπληκτικά riff και αψεγάδιαστη εκτέλεση. Σε αυτά προσθέστε και το φοβερό εξώφυλλο (γιατί και η Τέχνη μετράει) κι έχετε ένα άριστο πακέτο.
\r\n\r\n
Ως επίλογο, και συγχωρέστε με αν ακουστώ κοινότοπος, δεν μπορώ παρά να υπογραμμίσω το πόσο μεγάλη ήταν η απώλεια του Chuck για τον χώρο της μουσικής. Έφυγε πολύ νωρίς, έχοντας αφήσει πίσω του ό,τι καλύτερο έχει βγει ποτέ στο death metal, και προφανώς είχε να προσφέρει ακόμα περισσότερα. "Only the good die young" είπαν κάποτε οι Iron Maiden και, που να πάρει η ευχή, πόσο δίκιο είχαν...
\r\n\r\n
\r\n\r\n
Κων/νος Χρυσόγελος
\r\n
\r\n