- Home
- SAMUEL TAYLOR COLERIDGE: Ο ποιητής του σκληρού ήχου, μέρος 2ο
SAMUEL TAYLOR COLERIDGE: Ο ποιητής του σκληρού ήχου, μέρος 2ο
1798. Όπως έχουμε πει στο πρώτο μέρος (δείτε εδώ), κυκλοφορεί το βιβλίο “Lyrical ballads” των Samuel Taylor Coleridge (1772-1834) και τον William Wordsworth (1770-1850), ένα έργο πρόδρομος του βρετανικού Ρομαντισμού, που έδωσε το έναυσμα για την αναζήτηση μιας νέας ποιητικής ταυτότητας, σε επίπεδο αισθητικό και μορφικό, εκ μέρους των Άγγλων ποιητών. Η πρώτη έκδοση δεν έφερε τα ονόματα κανενός από τους δύο ποιητές, ενώ το πρώτο στιχούργημα που συναντούσε ο αναγνώστης ανοίγοντας το βιβλίο ήταν η εκτενής μπαλάντα “The rime of the ancyent marinere” (στα ελληνικά: «Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού»).
Οι γοτθικές μπαλάντες (μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα) ήταν μάλλον της μόδας στα τέλη του 18ου αιώνα, συνεπώς η κίνηση του Coleridge να συνθέσει ένα παρόμοιο έργο, επιλέγοντας το είδος της μπαλάντας και γεμίζοντας το σύνθεμά του με υπερφυσικές τρομακτικές υποστάσεις, όπως φαντάσματα, πνεύματα, καθώς και τον ίδιο τον Θάνατο συνοδευόμενο από τη σύντροφό του, μπορεί να εκληφθεί ενδεχομένως ως «εμπορική» κίνηση, γι’ αυτό άλλωστε το συγκεκριμένο ποίημα προτάχθηκε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου. Εντούτοις, η αντιμετώπιση των κριτικών δεν ήταν η αναμενόμενη, αφού ο ποιητής κρίθηκε αυστηρά για τη συστηματική χρήση αρχαϊσμών, τόσο στο λεξιλόγιο, όσο και στη σύνταξη, καθώς και για το γεγονός ότι το δημιούργημά του ήταν ελαφρώς δυσνόητο.
Γι’ αυτούς τους λόγους, το “Rime” περισσότερο έβλαψε παρά βοήθησε την πρώτη έκδοση των “Lyrical ballads”. Το ποίημα λοιπόν που αρχικά προέκυψε από μια ενθουσιώδη συζήτηση μεταξύ των δύο ποιητών στις αρχές του 1798 (η συμβολή μάλιστα του Wordsworth στη σύλληψη της πλοκής αλλά και στην επινόηση μερικών στίχων υπήρξε σημαντική, παρότι ο Coleridge το συνέθεσε βασικά μόνος του) κατέληξε να κινδυνεύει να μην συμπεριληφθεί καν στη δεύτερη έκδοση. Τελικά το ποίημα βρήκε μία θέση στην έκδοση του 1800, αν και με αρκετές παραχωρήσεις εκ μέρους του Coleridge, οι οποίες δεν αφορούσαν μόνο στο “Rime”.
Πιο συγκεκριμένα, η έκδοση του 1800 των “Lyrical ballads” έφερε μόνο το όνομα του Wordsworth, ενώ στον πρόλογο δηλωνόταν απλά η παρουσία κάποιων ποιημάτων που αποτελούσαν «συνεισφορές από έναν φίλο… χάριν ποικιλίας». Η ανωνυμία του Coleridge οφειλόταν εν μέρει στον ίδιο, καθώς επιθυμούσε να βοηθήσει τον φίλο του να προωθήσει την ποίησή του, σίγουρα όμως δεν ήταν υπεύθυνος για το αχάριστο σημείωμα που έγραψε ο Wordsworth και το οποίο προτασσόταν του “Rime”. Εκεί ο δεύτερος ανέφερε πως ο ανώνυμος φίλος του δεν ήθελε να τυπωθεί το ποίημά του, καθώς «είχε πλήρη συναίσθηση για τα ελαττώματά του», τα οποία και το σημείωμα απαριθμούσε στη συνέχεια με σαδιστική σκληρότητα. Έτσι, ο Wordsworth κατ’ ουσίαν υποστήριζε πως χάρη σ’ αυτόν το “Rime” εντάχθηκε στη δεύτερη έκδοση, καθώς, πέρα από τις αδυναμίες του, διέθετε και αρετές.
Στην εκδοχή του “Rime” του 1800 ο ποιητής αφαίρεσε τους πολλούς αρχαϊσμούς και αναθεώρησε μερικά κομμάτια. Αυτή η εκδοχή ανατυπώθηκε στις μετέπειτα εκδόσεις των “Lyrical ballads” (1802 και 1805), πάλι δίχως να αναγράφεται το όνομα του δημιουργού του. Για πρώτη φορά θα δηλωνόταν σε προσωπική έκδοση των ποιημάτων του Coleridge, μόλις το 1817. Αυτή η εκδοχή, σημαντικά διαφοροποιημένη από εκείνη του 1800, θα ανατυπωνόταν με ελάχιστες αλλαγές μέχρι το 1834, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύεται πια η πιο γνωστή («σχολική», όπως αρέσκομαι να λέω) εκδοχή του ποιήματος, με τον ορθογραφικά εκσυγχρονισμένο τίτλο: “The rime of the ancient mariner”.
Η υπόθεση της εκδοχής του 1834 έχει ως εξής: Ένας γέρος ναυτικός σταματά έναν προσκεκλημένο σε γάμο, τη στιγμή ακριβώς που ο δεύτερος θα έμπαινε το σπίτι του οικοδεσπότη. Ο ναυτικός αναγκάζει τον άνθρωπο να ακούσει την ιστορία του: Κάποτε ταξίδεψε στα νότια με το πλήρωμά του, στη γη του πάγου και της καταχνιάς. Σε ανύποπτο χρόνο, ο ναυτικός σκότωσε ένα άλμπατρος (μεγαλόσωμο λευκό πτηνό). Οι σύντροφοι στην αρχή τον κακίζουν, γρήγορα όμως γίνονται συνεργοί στην πράξη με τη δικαιολογία ότι το άλμπατρος έφερνε κακή τύχη. Πράγματι, μετά τη θανάτωση του πουλιού η πυκνή ομίχλη που έπνιγε το καράβι τους διαλύθηκε ως διά μαγείας. Κι όμως, γρήγορα τα νερά της θάλασσας στέκονται και η λειψυδρία ταλανίζει το πλήρωμα, ενώ το άλμπατρος τυλίγεται γύρω από τον λαιμό του ναυτικού σαν καταραμένο μενταγιόν.
Βυθισμένος μέσα στην απελπισία του, ο ναυτικός βλέπει ξαφνικά ένα καράβι να έρχεται από μακριά. Όταν πλησιάζει, το πλήρωμα διαπιστώνει με φρίκη ότι επιβάτες στο σκάφος είναι μονάχα ο Θάνατος και η σύντροφός του (“Life-in-Death” στο ποίημα). Η σύντροφος του Θανάτου κερδίζει στα ζάρια τον ναυτικό, ενώ το πλήρωμα, χτυπημένο λες από κατάρα, πεθαίνει αύτανδρο. Ο ναυτικός τότε πέφτει σε λήθαργο. Όταν ξυπνά συνειδητοποιεί το μεγαλείο του Θεού και ευλογεί τα δημιουργήματά Του. Η κατάρα όμως του άλμπατρος δεν σταματά να τον στοιχειώνει. Ο ναυτικός συνεχίζει να παλεύει με ένα δαιμόνιο, μέχρι που οι άγγελοι αποφασίζουν ότι ο ήρωας έμαθε από το πάθημά του και η κατάρα ατονεί. Ο ναυτικός βλέπει τότε τις ψυχές του πληρώματός του να ανεβαίνουν στον ουρανό λουσμένες στο φως. Το καθήκον του ναυτικού για το υπόλοιπο της ζωής του είναι να διηγείται την ιστορία του σε όποιον συναντά. Μετά το τέλος της αφήγησης, ο ποιητής μας πληροφορεί ότι ο προσκεκλημένος, που τόση ώρα άκουγε τον ναυτικό, ξύπνησε το επόμενο πρωί «πιο θλιμμένος και πιο σοφός» (“a sadder and a wiser man, / he rose the morrow morn”).
Όπως και με το “Kubla Khan” που παρουσιάσαμε στο πρώτο μέρος, έτσι και εδώ οι ερμηνείες που έχουν προταθεί για το “Rime” ποικίλλουν. Άλλοι μελετητές βλέπουν ένα καθαρά χριστιανικό νόημα (ο άνθρωπος πρέπει να αγαπά τα δημιουργήματα του Θεού), άλλοι τονίζουν την πολυπλοκότητα των συμβόλων του ποιήματος (κυρίως του ήλιου και της σελήνης, που κυριολεκτικά δεσπόζουν μέσα στη σύνθεση), ενώ μερικοί έχουν αποτολμήσει ερμηνείες που βασίζονται είτε στον βιογραφισμό είτε στην ψυχανάλυση (οι δεύτερες ενίοτε χάνουν το μέτρο). Από την άλλη, καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι το “Rime” κυριολεκτικά βρίθει από υπερφυσικές ή μεταφυσικές οντότητες (φάσματα, αγγέλους, τον Θάνατο και τη σύντροφό του) που επηρεάζουν με χαρακτηριστική ευκολία την εξέλιξη της πλοκής. Και φυσικά ας μην ξεχνάμε ότι όλη η εσωτερική αφήγηση διυλίζεται από τη ματιά του αμόρφωτου γέρο-ναυτικού, συνεπώς τίθενται και ζητήματα αξιοπιστίας της οπτικής του γωνίας.
Όπως και να έχει το πράγμα, το “Rime of the ancient mariner”, παρά τις αρνητικές αντιδράσεις του σύγχρονου κοινού του, δικαίως θεωρείται πλέον ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα του αγγλικού -και όχι μόνο- Ρομαντισμού. Ο Coleridge στηρίχθηκε μεν στην πατροπαράδοτη μορφή της μπαλάντας, εμπνεόμενος και από τη γοτθική μόδα της εποχής του, κατάφερε όμως να πλάσει αφενός μια ιστορία με βαθύτατα νοήματα και αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, αφετέρου ένα έργο που χαρακτηρίζεται από ρωμαλέο στίχο και μετρικούς πειραματισμούς που αποδείκνυαν ότι στ’ αλήθεια είχε ανατείλει μια νέα εποχή για την παγκόσμια ποίηση.
1984. Οι Iron Maiden έχουν αφήσει πίσω του το περιοριστικό και φθίνον New Wave of British Metal (NWOBHM), ένα κίνημα που τους επέτρεπε να είναι ενεργητικοί και επιθετικοί, αλλά όχι καινοτόμοι. Έχοντας κυκλοφορήσει το 1983 το «δύσκολο» “Piece of mind”, τον πιο heavy δίσκο τους μέχρι σήμερα, κάνουν τη λυτρωτική μετάβαση προς ένα ιδίωμα που φλερτάρει με τον power και epic ήχο, αφήνοντας όμως τις αναγκαίες αποστάσεις, ώστε να μην χάσει τον «κλασικό» χαρακτήρα του. Πράγματι, αυτό που παρουσίασε το συγκρότημα το 1984 με τον δίσκο “Powerslave” σήμερα θεωρείται η επιτομή του «κλασικού heavy metal» της δεκαετίας του 1980.
Ιστορίες από την αρχαία Αίγυπτο, ύμνοι στην ηρωική βρετανική αεροπορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ψυχογραφικές εμβαθύνσεις στην ψυχολογία του στρατιώτη που περιμένει τη στιγμή της επίθεσης, όλα αυτά βρήκαν τη θέση τους στο “Powerslave”. Η πραγματικά ξεχωριστή στιγμή όμως του δίσκου ήταν το δεκατριών λεπτών κομμάτι που άκουγε στο όνομα “Rime of the ancient mariner”. Πρόκειται για έναν φιλόδοξο, μεγαλεπήβολο επίλογο, που προφανώς αντλεί την έμπνευσή του από το ομώνυμο ποίημα του Samuel Taylor Coleridge.
Μια ματιά στους στίχους του τραγουδιού των Iron Maiden δείχνει ότι ο συνθέτης τους, Steve Harris, διάβασε προσεκτικά το ποίημα. Οι στίχοι αναπαράγουν την πλοκή με τρόπο γραμμικό και συνεπή, αφαιρώντας τις πολλές λεπτομέρειες καθώς και κάποιους από τους χαρακτήρες (με αυτή τη λέξη εννοούνται και οι άυλες οντότητες). Πάντως, το βασικό αφηγηματικό πλαίσιο έχει διατηρηθεί, όπως δείχνουν οι πρώτοι στίχοι: “Hear the rime of the ancient mariner / See his eye as he stops one of three / Mesmerizes one of the wedding guests / Stay here and listen to the nightmares of the sea”.
Η διήγηση στο τραγούδι συνεχίζει σε τρίτο πρόσωπο. Η κατάρα του άλμπατρος, η λειψυδρία, το φρικώδες ζεύγος του Θανάτου και της συντρόφου του, ο χαμός του πληρώματος και η τελική λύση στα μάγια, με την απαραίτητη κατακλείδα ότι ο προσκεκλημένος είναι πια: “a sad and wiser man”, όλα μεταφέρονται στον ακροατή σε απλό, δόκιμο λόγο. Θα τολμούσα να πω ότι η εκδοχή των Iron Maiden αποτελεί πρώτης τάξης εισαγωγή στο δύσκολο και πολύπτυχο ποίημα του Coleridge. Αν κάποιος δηλαδή κάνει τον κόπο να εντρυφήσει στους στίχους του τραγουδιού, θα έχει μάθει τη βασική πλοκή του ποιήματος γρήγορα και ξεκούραστα.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του τραγουδιού είναι η αρμονική ένταξη δύο αποσπασμάτων του ποιήματος, που σίγουρα δεν προέρχονται από την εκδοχή του 1798 (το πιο πιθανό να αντλήθηκαν από τη «στερεότυπη» εκδοχή του 1834). Το πρώτο απόσπασμα εκφέρεται τραγουδιστά και μάλιστα με πολύ πετυχημένο τρόπο, αποδίδοντας όλη την ένταση και τη βασανιστικά μεγάλη χρονική διάρκεια που υπονοείται στο ποίημα: “Day after day, day after day / We stuck nor breath nor motion/ As idle as a painted ship upon a painted ocean / Water, water everywhere and all the boards did shrink / Water, water everywhere nor any drop to drink”. Το δεύτερο απαγγέλλεται: "One after one by the star dogged moon, / Too quick for groan or sigh / Each turned his face with a ghastly pang / And cursed me with his eye / Four times fifty living men / (And I heard nor sigh nor groan) / With heavy thump, a lifeless lump, / They dropped down one by one”.
Μουσικά το τραγούδι παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Το πρώτο μέρος είναι heavy και mid-tempo. Στη μέση περίπου έχει ενταχθεί ένα ατμοσφαιρικό ιντερλούδιο που ταιριάζει απόλυτα με το σημείο της πλοκής που αφορά στον θάνατο των συντρόφων (το δεύτερο απόσπασμα στην προηγούμενη παράγραφο). Με το τέλος του ιντερλούδιου εισάγεται ένα αλέγκρο μπάσο που προοιωνίζεται το τέλος της κατάρας, αν και στιχουργικά μένει να παρουσιαστούν οι τελευταίες δοκιμασίες του ναυτικού. Ο επίλογος επαναλαμβάνει τα μοτίβα του πρώτου μέρους και το τραγούδι κλείνει ομαλά, αλλά όχι ακριβώς λυτρωτικά, αφήνοντας ένα κάποιο αίσθημα ανησυχίας στον ακροατή, ίσως και επίτηδες, αφού όπως είπαμε (και είδαμε) το ποίημα δεν προσφέρει μια τελική απάντηση.
Στο πρώτο μέρος είχαμε εξηγήσει πώς ο Neil Peart των Rush είχε διασκευάσει το “Kubla Khan” για να εξυπηρετήσει τους δικούς του αισθητικούς σκοπούς. Αντίθετα, ο Steve Harris δεν παρεκκλίνει από την αφηγηματική γραμμή του προτύπου του, αφού την ακολουθεί πιστά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η προσπάθεια του Harris υπολείπεται σε αξία. Και μόνο το γεγονός ότι ο Βρετανός μουσικός απλοποίησε και μεταμόρφωσε ένα εκτενές και πολυσχιδές ρομαντικό ποίημα σε ένα στιχουργικά στρωτό (και μουσικά εντυπωσιακό) heavy rock τραγούδι, αποτελεί επαρκή λόγο για να του βγάλουμε το καπέλο.
Κων/νος Χρυσόγελος