ΠΟΤΕ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΣΑΓΗΝΕΥΤΙΚΟ...
Οι Σάτυροι, κατά την Ελληνική μυθολογία, ήταν κατώτερα, υπερφυσικά, μυθικά όντα που συμπλήρωναν την συνοδεία του Θεού Διονύσου. Μαζί με τις Νύμφες, τους Σειληνούς, τους Μαινάδες και άλλους, αποτελούσαν τον θίασο του Θεού. Οι Σάτυροι λέγεται ότι κατάγονταν από την Πελοπόννησο και συγκεκριμένα την Αρκαδία, όπου οι κάτοικοι των περιοχών τους περιέγραφαν ως πνεύματα (ή δαίμονες αν θέλετε) που διέμεναν σε δάση και κορυφές βουνών. Άλλοι θρύλοι πάλι ισχυρίζονται ότι κατοικούσαν σε νησιά του Ατλαντικού, τις Σατυρίδες. Κάποιοι μύθοι κάνουν λόγο για πλάσματα που ήταν μουσικοί και παρά την τρομερή τους όψη, μισοί ζώα (τράγοι από την μέση και κάτω) μισοί άνθρωποι (από την μέση και πάνω), ήταν άκρως σαγηνευτικοί. Ποιος από όλους τους μύθους ισχύει, αν ισχύει κάποιος, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε, αυτό που όμως ξέρουμε με σιγουριά, είναι ότι υπάρχει ένας Σάτυρος, ο οποίος είναι μουσικός και μας έρχεται σε λίγες μέρες από την Νορβηγία.
Στις αρχές της προπερασμένης δεκαετίες, στην Σκανδιναβική χερσόνησο και πιο συγκεκριμένα στην Νορβηγία, υπήρχε στα σπάργανα ένα μουσικό ρεύμα που ετοιμαζόταν να κατακτήσει κάθε σκοτεινή γωνιά του πλανήτη. Εκείνη την περίοδο λοιπόν, υπήρχε μία μπάντα με το όνομα Eczema, η οποία έπαιζε βασικά Death Metal. Απαρτιζόταν κύρια από τους Wargod στο μπασο Exhurtum στα τύμπανα, λίγο αργότερα προστέθηκε και ο Haavard στις κιθάρες, έπρεπε όμως να περάσει περίπου ένας χρόνος για να έχουμε την πρώτη καθοριστική προσθήκη στην σύνθεση της μπάντας. Το 1991 λοιπόν αποφασίζουν να αλλάξουν το μουσικό τους ύφος σε Black Metal, το όνομα τους σε Satyricon, και να δώσουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο (αυτόν δηλαδή του front-man) στον τότε δεκαεξάχρονο, Sigurd Wongraven ή όπως είναι πιο γνωστός, Satyr.
Λίγο αργότερα ο Exhurtum θα εκδιωχθεί από την πάντα και ο Wardog θα αποφασίσει να καταταγεί στον στρατό των Ηνωμένων Εθνών. Έτσι λοιπόν τα δύο εναπομείναντα μέλη, θα αρχίσουν να ψάχνουν για drummer. Αν το αυλάκι είχε σκαφτεί με την προσθήκη του Satyr, το νέρο έτρεξε με την πρόσληψη στην μπάντα του Kjetil-Vidar Haraldstad (εδώ εγείρεται το ερώτημα, πόσο χρονών έμαθε ο Frost να λέει το όνομα του και εάν εκτός από τους γονείς του ξέρει κανείς άλλος ότι λένε έτσι) ή Frost. Το μακρινό λοιπόν 1992 οι Satyricon κυκλοφορούν το πρώτο τους demo με το όνομα All Evil. To All Evil θα κυκλοφορήσει σε μορφή κασέτας (αυτές που έβαζες το στυλό για να τις γυρίζεις), για να το ακολουθήσει άλλη μία κασέτα ένα χρόνο αργότερα, με το όνομα The Forest Is My Throne. Στο δεύτερο τους demo λοιπόν θα συναντήσουμε κομμάτια που θα ξαναβρίσκουμε και στην πρώτη τους ολοκληρωμένη κυκλοφορία, όπως το Min hyllest til vinterland. Στο μεσοδιάστημα, η προσπάθεια της μπάντας να προωθήσει την δουλειά στην underground σκηνή της Ευρώπης, στέφεται με μεγάλη επιτυχία, καθώς καταφέρνουν να βρουν αρκετά μεγάλη απήχηση, ενδεικτικό το ότι θα πουλήσουν πάνω 1000 αντίγραφα του demo τους. Το δεύτερο τους demo θα είναι η απόδειξη ότι η προσπάθεια τους έχει μέλλον, καθώς θα τους φύγουν πάνω 1500 κασέτες. Έτσι λοιπόν, με αρκετή δουλειά και περίσσιο ταλέντο, κατορθώνουν να σπάσουν τα όρια του αυστηρώς underground και το όνομα να αρχίσει να αποκτά φήμη.
Αυτή η φήμη θα οδηγήσει την Σουηδική No Fashion Records να τους προσφέρει συμβολαίο και την μπάντα να ετοιμάζεται πυρετωδώς για την πρώτη της κυκλοφορία. Η No Fashion Records ήταν μία εταιρεία που είχε στην σύνθεση της μπάντες όπως οι Marduk, οι Dissection και οι Katatonia, θα αντιμετωπίσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι πληρωμές του studio στο οποίο έγραφαν τον δίσκο. Παρά τις διαβεβαιώσεις που θα λάβουν, ο Satyr και ο Frost που έχουν μείνει στην μπάντα, καθώς λίγο νωρίτερα είχε αποχωρήσει και Haavard, δεν δείχνουν διατεθειμένοι να περιμένουν. Έτσι λοιπόν μαζεύουν ότι οικονομίες έχουν, δανείζονται από φίλους τους και ολοκληρώνουν το album. Με την αποπεράτωση του album, ο Satyr φεύγει για το Bergen για να ολοκληρώσει την μίξη του δίσκου. Μετά από δύο μέρες αλλάζει άποψη και αποφασίζει να γυρίσει πίσω και να το μιξάρει εκεί που ηχογραφήθηκε. Αρχίζουν και στέλνουν το album σε διάφορες εταιρίες. Οι περισσότερες θα ενδιαφερθούν και θα τους στείλουν προσφορές, η μοναδική που κεντρίζει το ενδιαφέρον της μπάντας, είναι μία η οποία σκοπεύει να κυκλοφορήσει το album σε οχτώ μήνες, έτσι απορρίπτεται και αυτή. Τελικά φτάνει στα χέρια της Tatra, η οποία όμως ασχολούταν με διαφορετικά μουσικά είδη. Παρ’ολ’αυτά το album τους αρέσει και αποφασίζεται να δημιουργηθεί η θυγατρική εταιρία, Moonfog Productions ώστε να κυκλοφορήσει ο δίσκος. Έχοντας λοιπόν περάσει αυτό το album από σαράντα κύματα, θα αναρωτηθεί κάποιος αν τελικά άξιζε όλον αυτόν τον κόπο. Επειδή μιλάμε για το διαμάντι του Black Metal “Dark Medieval Times”, όχι απλά άξιζε τόσο κόπο, αλλά και άλλο τόσο και τόσο στη νιοστή.
Το 1994 λοιπόν κυκλοφορεί ο πρώτος δίσκος των Satyricon, που τους εξασφαλίζει την είσοδο τους στο πάνθεον του Black Metal. Ο κόσμος θα γνωρίσει για πρώτη φορά την στιχουργική ικανότητα του Satyr ο οποίος κατά κύριο λόγο καταπιάνεται με θέματα που αφορούν τον Μεσαίωνα και τον θάνατο, συνοδευόμενα από μουσικά στοιχεία που ντύνουν όλο το αριστούργημα με μία ατμόσφαιρα κρύου και σκότους, που απορρέει από τις κιθάρες (θυμηθείτε την εκπληκτική ατμόσφαιρα του ομώνυμου που δημιουργούν οι αντιθέσεις εντός του κομματιού). Δύο ακόμα βασικά κομμάτια του album στα όποια πρέπει να σταθούμε και να αναφέρουμε για να κατανοήσουμε πλήρως το μέγεθος αυτού του album είναι τα φωνητικά του Satyr, τα οποία σε συνδιασμό με τα κιθαριστικά riffs προσδίδουν κάτι το ανίερο και απόκοσμο. Το vibe του album το οποίο είναι άκρως εντυπωσιακό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό εκπληκτικό drumming του Frost.
To “Dark Medieval Times” φέρνει τους Satyricon στην πρώτη γραμμή της σκηνής και τους καθιστά κάτι παραπάνω από σημαντικούς. Στο ενδιάμεσο η κοινή γνώμη στρέφεται προς το Black Metal, όχι τόσο για την μουσική του μαγεία, αλλά για την σειρά εμπρησμών εκκλησιών που συμβαίνουν. Οι ίδιοι παρ’ότι είχαν προσωπικές σχέσεις με όλες αυτές τις εμβληματικές (ή όπως μου είχε πει ο Merkaal σε μία συνέντευξη που μου είχε δώσει, χαρακτήρες βγαλμένοι από Dark Fantasy νουβέλες) προσωπικότητες της εποχής όπως ο Euronymous, δεν εμβάλουν σε αυτή την κατάσταση και αντ’ αυτού θα κυκλοφορήσουν μετά από λίγο, την δεύτερη δουλειά τους, “The Shadowthrone”.
Το Shadowthrone στα δικά μου αυτιά, αρχικά ήχησε πιο δύσκολο στην ακρόαση album, στην δεύτερη όμως βγήκαν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που το διέπουν. Αρχικά να πούμε πως πρόκειται για ένα album που φέρει την σφραγίδα της εποχής, έχει όλα αυτά που σκέφτεται κάποιος όταν ακούει τις λέξεις Black Metal. Στην κλασική δυάδα έχει προστεθεί και ο Samoth των Emperor. Όπως και στο προηγούμενο album, έτσι και εδώ, εξέχουσα θέση κατέχουν τα υπερβατικά riffs του Satyr. Παρ’ότι τα δύο album τα χωρίζει σκάρτος ένας χρόνος είναι εμφανέστατη η μουσική εξέλιξη της μπάντας, ή για να το πούμε καλύτερα, φαίνεται μία μουσική ωρίμανση. Τα τύμπανα έχουν έρθει ακόμα πιο μπροστά, το οποίο κατά την γνώμη έγκειται στην χημεία που έχουν βρει πλέον οι δύο μουσικοί. Υπάρχουν ακόμα κάποια ξεχωριστά (σε σύγκριση με την υπόλοιπή σκηνή) σημεία, όπως οι Viking χορωδίες που υπάρχουν μες στο album. Είναι σαφές πλέον σε όλους ότι ο τότε δεκαεννιάχρονος Satyr, εκτός από πολύ ταλαντούχος, είναι και αρκετά μπροστά από την εποχή του, θυμηθείτε το Woods To Eternity. To Shadowthrone ήταν ένας από τους καλύτερους πρεσβευτές του Νορβηγικού (και όχι μόνο) Black Metal και εάν το Dark Medieval Times, σκιαγράφησε τις προθέσεις των Satyricon, το Sahodowthrone τις χρωμάτισε και τους έδωσε ζωή.
Εκεί που λες ότι μετά από δύο τόσο εντυπωσιακές κυκλοφορίες, είναι αδύνατο να μείνουν στο ίδιο επίπεδο, αποφασίζουν να σε κάνουν «να φας τα λόγια σου». Αν με το Dark Medieval Times κέρδισαν μία θέση στο πάνθεον του Black Metal, με το Nemesis Divina μπήκαν και σε περίοπτη θέση. Γι αυτό το album δεν θα πω πολλά, αντίθετα θα σας προσκαλέσω να πατήσετε εδώ και να διαβάσετε τι έγραψε ο ένας εκ των δύο αγαπημένων μου reviewers του Metalzone, o Δημήτρης (ο άλλος είναι ο Στέφανος).
Με το Nemesis Divina οι Satyricon εδραιώνονται ως μία από τις καλύτερες Black Metal μπάντες του κόσμου, κυκλοφορούν στα τέλη των 90’s το Rebel Extravaganza που απλά (δεν είναι απλά αλλά you get my point) επιβεβαιώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που τους διέπουν σαν μπάντα, για να φτάσουμε στο 2002 και το Volcano. To Volcano εκτός του ότι είναι ένα από τα πιο πετυχημένα (εμπορικά τουλάχιστον) albums της μπάντας, αποτελεί κα τον προάγγελο της «δεύτερης εποχής» των Satyricon. Αν τα κάποια industrial στοιχεία του Rebel Extravaganza μας έκαναν να υποψιαστούμε ότι η μπάντα πειραματίζεται με τον ήχο, το Volcano μας το επιβεβαίωσε. Αποτέλεσμα αυτού του πειραματισμού είναι το Now, Diabolical που κυκλοφορεί το 2006 και σηματοδοτεί την αρχή του Black’n’roll. Αν και γενικά οι απόψεις διίστανται για αυτήν τους την στροφή, εγώ αναρωτιέμαι ποιος από μας όταν ακούει το K.I.N.G. δεν μπαίνει με την μία στο groove. Θα μου πεις χαιρώ πολύ είναι πιασάρικο, ωραία και που είναι το κακό να είναι πιασάρικο, το Fear of the Dark δεν είναι, το Paranoid δεν είναι, και στην τελική ένας άνθρωπος που ο πρώτος δίσκος που αγόρασε ήταν το AC/DC, γιατί σου κάνει εντύπωση που δοκίμασε (δεν δοκίμασε απλά, το πέτυχε 100%) κάτι τέτοιο; Επανέρχομαι στο K.I.N.G και λέω το εξής, ότι πρόκειται για το πιο όμορφο μελοποιημένο ποιήμα στο Black Metal που έχει γραφτεί για τον Διάολο. Bloodshot eyes - metal skin Serpents tongue - dagger claws Dragon wings - crooked horns K.I.N.G
Στην αυγή του 2015 ο Satyr θα διαγνωστεί με όγκο στον εγκέφαλο, τον οποίο όμως θα νικήσει και θα συνεχίσει την μουσική του πορεία. Όπως ο ίδιος έχει πει, επειδή δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει, αποφάσισα να απολαύσω όσο πιο πολύ μπορώ το μουσικό μου ταξίδι (ελεύθερη μετάφραση). Εγώ έχω να πω ότι κρίνοντας από την τελευταία τους κυκλοφορία, μάλλον εμείς απολαμβάνουμε πιο πολύ αυτό το μουσικό ταξίδι και την Τετάρτη έχουμε εισιτήρια για πρώτη θέση, να δούμε το σκοτάδι να γίνεται πιο σαγηνευτικό από ποτέ….
Γιώργος 3Κ Ξιφαράς