Thin Lizzy - Jailbreak
Thin Lizzy-Jailbreak
Έχουμε ακούσει πολλάκις ότι στα 70ς-80ς πολλά από τα μεγαθηρία της μουσικής μας κυκλοφορούσαν ακόμα και δυο άλμπομυς μέσα σε μια χρονιά. Και μάλιστα να είναι και τα δυο εξαιρετικά. Πολλά από τα χιλιακουσμένα τραγούδια της ζωής μου ανήκουν στην ίδια μπάντα, τους Thin Lizzy. Δεν θα σχολιάσω τίποτα παραπάνω παρά το ότι η συγκεκριμένη μπάντα κυκλοφόρησε μέσα στην ίδια χρονιά, το σωτήριο έτος 1976, δυο δισκάρες, τα ‘’ Jailbreak’’ και ‘’ Johnny the Fox’’, Μάρτιο και Οκτώβρη αντίστοιχα.Μιλάμε πάντοτε για τη δεύτερη και πιο επιτυχημένη περίοδο της μπάντας, τότε (1974) που υπήρχαν στη θέση του Eric Bell δυο άλλοι κιθαρίστες, οι γνωστότατοι Scott Gorham και Brian Robertson. Η θρυλική αυτή τετράδα που περιλάμβανε τους παιδικούς φίλους Brian Downey (drums) και Phil Lynott (μπάσο/φωνή) έμεινε στη ιστορία και όχι άδικα. Τόσα μουσικά διαμάντια απανωτά λίγες μπάντες έχουν κυκλοφορήσει. Όσο για το σανίδι, άπαιχτοι. Μέχρι τον τελευταίο δίσκο ,μέχρι την τελευταία ανάσα, τέλειοι. Τα γούστα ποικίλουν, πολλοί οπαδοί έχουν διαφορετικό αγαπημένο δίσκο. Περιορίζοντας την δύσκολη αυτή απόφαση σε μια από τις δυο κυκλοφορίες της ίδιας χρονιάς, διαλέγουμε το....
Jailbreak. Ο δίσκος που έγινε η πρώτη εμπορική επιτυχία των Thin Lizzy. Όχι εμπορική μουσική, επιτυχία. Η μοναδική προσπάθεια για κάτι πιο ...προσβάσιμο είναι το πιάνο στο κατά τα άλλα μπλουζίστικο ‘’Running Back’’ από τον τότε γνωστότερο τραγουδιστή, πληκτρά, συνθέτη και παραγωγό Tim Hinkley. Πάντως για αρχή, ο δίσκος ξεκινά με το ομώνυμο θορυβώδες τραγούδι. Σκληρές, διπλές κιθάρες και περιστρεφόμενα χτυπήματα δίνουν χώρο στα ξόρκια του Μελαμψού Γίγαντα. Αλήτικοι στίχοι με μουσική του δρόμου. Φάρος έμπνευσης το πεζοδρόμιο, μεγάλο σχολείο. Σκληρότατος ήχος για το 1976, άνετα το λες και heavy metal τραγούδι γι αυτούς που έχουν την ανάγκη την τελειότητα να την βαπτίζουν και να την φέρνουν προς τα δικά τους μουσικά ακούσματα. Όπως και να χει, το συγκεκριμένο τραγούδι δεν είναι τίποτα λιγότερο από ηχητική φωτιά που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα της. Η συνέχεια γίνεται σε πιο γνώριμους ήχους για τους Thin Lizzy μέχρι τότε. Καθαρόαιμος 70ς ήχος, ωραία γκρουβα και εξαίρετο σολάρισμα. Όλες οι συνθέσεις είναι του Phil με κάποιες από αυτές να τις μοιράζεται με τους συναδέλφους του και το συγκεκριμένο με τον Robertson. Όταν η ψυχή μετατρέπεται σε σάρκα, σε φωνή γεννιούνται τραγούδια σαν το ‘’ Romeo and the Lonely Girl’’. Απλότατο σαν σύνθεση, σαν ενορχήστρωση μα με τόση, τόση ψυχή που γιγαντώνεται στη δική μας. Στη Χώρα των Θαυμάτων ακούς τέτοια σολαρίσματα και δεν θέλεις να ξεφύγεις ποτέ από εκεί. Φτάνει να ακούς την ίδια γαλήνια φωνή που σε καθησυχάζει και κάποια ακόρντα να σε ελαφρύνουν από κάθε ψυχικό βάρος. Όμορφες συγχορδίες ξεκινούν το ‘’ Warriors’’ και εφοδεύουν καθόλη τη διάρκεια της σύνθεσης.
Όπως και στην πρώτη μεριά, έτσι και η δεύτερη ξεκινά με ότι σκληρότερο έχει να επιδείξει ο δίσκος. ‘’ The Boys Are Back in Town’’και ξεκινά η σταυροφορία των riffs. Πιο ανεβασμένες ταχύτητες, πιο θυελλώδης ρυθμός με διπλές κιθάρες να σε σφαλιαρίζουν διαδοχικά και από τα δυο μάγουλα. Ο Phil δεν τραγουδά, κάνει κατάθεση σκέψης. Απλά περιγράφει την καθημερινότητα του, τη ζωή του. Το ζει και το αναφέρει. Με το μπάσο του να θερίζει και να συντονίζει σαν αγωγός ρεύματος την ποσότητα ηλεκτρισμού που στέλνουν οι υπόλοιποι θεούληδες. Απαλότερος τόνος στα ‘’ Fight or Fall’’ και ‘’ ‘’Cowboy Song’’ (με southern πινελιές, όχι μόνο στους στίχους αλλά και στη μουσική), πάντοτε με κιθάρες που σε προσεγγίζουν με την μελωδία τους. Για το τέλος αφήνουν ένα από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου, το ‘’Emerald’’. Βασισμένο/επηρεασμένο από Ιρλανδική παραδοσιακή μουσική, μεταμορφώνεται σε ένα Κέλτικο hard rock ύμνο που θα πρπσευχόμαστε μέχρι να σβήσουμε σαν είδος. Διαβάζοντας για το συγκεκριμένο τραγούδι μαθαίνω ότι χρησιμοποιεί ρυθμό 6/8 ενώ το ίδιο το βασικό riff φέρνει σε Ιρλανδική μελωδίας με τη χρήση τριπλέτας. Δεν έχω ιδέα τι σημαίνουν όλα αυτά μιας και δεν σκαμπάζω από κιθάρα αλλά ξέρω ότι κάθε φορά που ακούω αυτές τις κιθάρες να οργιάζουν, σηκώνεται κάθε τρίχα του κορμιού μου και αυτό εμένα μου φτάνει. Ο Phil κάπου σιγεί και η μουσική μιλά από μόνη της, φτιάχνει τη φωλιά που μπορεί ο καθένας μας να αφεθεί και νιώσει οικεία.