- Home
- Judas Priest - FIREPOWER
Judas Priest - FIREPOWER
ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΤΙΑ
Από πού να ξεκινήσω πραγματικά; Μήπως από το ότι μια μπάντα που έχει συμπληρώσει 40 και βάλε χρόνια δισκογραφίας κυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες άλλο ένα αριστούργημα; Γιατί περί αριστουργήματος πρόκειται. Ακούγοντας συνεχώς το Firepower προσπαθώ να βρώ ψεγάδια, έστω κάποιο σημείο του που να υστερεί σε σχέση με τον υπόλοιπο δίσκο. Μάταιο. Σαν ένα κορυφαίο μετρ του σκακιού, οι Judas Priest έχουν τοποθετήσει όλα τα κομμάτια τους στις σωστές θέσεις πάνω στην μουσική σκακιέρα. Όλα είναι εκεί μέσα. Μελωδίες, γκάζια, solos, στίχοι και πάνω από όλα αυτή η Φωνή. Περπατώντας στα 67 του ο Rob Halford βάζει με χαρακτηριστική άνεση κάτω στρατιές επίδοξων μιμητών και παραδίδει μαθήματα ερμηνείας. Θα μπορούσα να σταματήσω και εδώ την κριτική γιατί πραγματικά αν δεν ακούσει κάποιος τον δίσκο είναι δύσκολο να καταλάβει πόσο άρτια στημένος είναι. Ας προσπαθήσω όμως να φανώ «αντικειμενικός».
Καταρχάς το βασικότερο όχι μόνο εδώ αλλά σε κάθε δίσκο , εκτός αν παίζεις αυτοσχεδιαστική jazz ξέρω γω, είναι να γράψεις καλά τραγούδια. Check. Η μπάντα έχει κατεβάσει τόνους ιδεών φτιάχνοντας έναν δίσκο ο οποίος πραγματικά κυλάει σαν νεράκι και δεν σε αφήνει ούτε λεπτό να εφησυχάσεις, πόσο μάλλον να βαρεθείς γιατί ας μην γελιόμαστε, όταν έχεις έναν δίσκο μιας περίπου ώρας με 13 κομμάτια δεν είναι πολύ δύσκολο να κάνει κοιλιά σε κάποιο σημείο. Α, αν νομίζετε ότι οι Judas Priest τελείωσαν στο Painkiller σταματήστε να διαβάζετε. Αν και τα γρήγορα κομμάτια δεν λείπουν (το ομώνυμο, Lightning Strike, Flame Thrower) η μπάντα έχει δώσει βάρος σε πιο mid tempo δημιουργίες οι οποίες στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον φέρνουν στον δίσκο έναν 80’s αέρα και αφήνουν επίσης μια πληθώρα ιδεών να γεμίσουν τον δίσκο. Επίσης εδώ δεν θα συναντήσουμε μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια καθώς ο μέσος όρος είναι στα 4 λεπτά, με την συντριπτική πλειοψηφία τους να είναι κομμένα και ραμμένα για συναυλία. Ναι, το Firepower είναι ένας δίσκος ο οποίος άνετα θα μπορούσε να παιχτεί ολόκληρος live, όχι μόνο λόγω διάρκειας των κομματιών αλλά και για τον τρόπο που είναι στημένα τα τραγούδια, καθώς μπορώ άνετα να με φανταστώ να τραγουδάω σε συναυλία το ρεφραίν του Rising From Ruins, του Firepower ή ακόμα και του μπαλαντοειδούς Sea Of Red. Ναι, αυτός ο δίσκος έχει και μπαλάντα, όπως μόνο οι Judas Priest ξέρουν να γράφουν.
Μεγάλου ατού του δίσκου πέρα από τα κομμάτια καθαυτά είναι όμως και η παραγωγή του. Εδώ είχαμε μια σύμπραξη γιγάντων. Ο «νέος» Andy Sneap δεν χρειάζεται συστάσεις. Έχοντας κάνει επιτυχημένες παραγωγές για το μισό σύμπαν έφερε ένα νέο αέρα στους Judas Priest, βάζοντας φαρδιά πλατιά την υπογραφή του σε όλη την διαδικασία από την παραγωγή ως την μίξη και το mastering. Δεν ήταν μόνος όμως, καθώς μετά από πολλά χρόνια ο γερόλυκος Tom Allom επέστρεψε στα παλιά του λημέρια και μαζί δημιούργησαν μια τέλεια μίξη ήχου που συνδυάζει το παλιό με το νέο. Πεντακάθαρη παραγωγή, η οποία δεν προσπαθεί να «κρύψει» πράγματα (δεν χρειάζεται άλλωστε), χωρίς περίεργες πατέντες και πειραματισμούς, ένας ήχος που πάνω από όλα εκπέμπει αμεσότητα και ειλικρίνεια. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν είναι ρετρό, ο Sneap άλλωστε εγγυάται για αυτό, ωστόσο έχει αυτή την «γλύκα» μιας εποχής περασμένης που κάποιοι ήταν αρκετά τυχεροί να ζήσουν.
Συμπέρασμα: Μετά το πολύ καλό Redeemer Of Souls οι Judas Priest έβαλαν τα γυαλιά σε όσους πίστευαν ότι αυτός θα ήταν ο τελευταίος τους καλός-αξιοπρεπής- ανεκτός (ανάλογα τα γούστα…) δίσκος τους, δείχνοντάς μας ότι δεν ξέρουν μόνο να κατακτούν την κορυφή αλλά και να την διατηρούν. Δεν ξέρω αν το Firepower θα είναι ο τελευταίος τους δίσκος (ο χρόνος είναι τελικά αμείλικτος με όλους) αλλά αν είναι έτσι, τότε οι Judas Priest θα έχουν φύγει με ένα μεγάλο «μπαμ». Και για να κλείσω χαριτολογώντας, όπως είπε ο φανατικός Priestάς φίλος Στέφανος, τελικά «το κουμπί δεν το πάτησε ο Κιμ αλλά οι Priest…»
Λάμπρος “Metalshock” Πανέτας