THE DUELLISTS... ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΩΝ RUSH;
Αυτό τον μήνα βάλαμε τρεις συντάκτες μας να μαλλιοτραβηχτούν με αφορμή το βασανιστικό ερώτημα: Ποια είναι η καλύτερη δεκαετία των θεών Rush; Απομακρύναμε τις τρίχες και παρουσιάζουμε παρακάτω τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς.
Δημήτρης Τσαουσίδης: They forge their creativity closer to the heart
Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κάποιος με ρώτησε ποια είναι η αγαπημένη μου περίοδος των Rush. Των Rush μωρέ; Της πιθανότατα αγαπημένης μου μπάντας; Της μπάντας που αν δω ποτέ ζωντανά, λογικά δεν θα ξαναπατήσω σε συναυλία. Της μπάντας που έχει 19 δίσκους και ο ένας είναι καλύτερος από τον άλλο; Που ο χειρότερος τους είναι απλά καταπληκτικός. Που ο τελευταίος τους δίσκος, μέσα σε κοντά 40 χρόνια, είναι από τους καλύτερους τους και από τους καλύτερους του είδους παγκοσμίως. Το ότι τα τρία μέλη της μπάντας είναι αχώριστα και μαζί για 34 σχεδόν χρόνια. Ούτε γάμοι δεν φθάνουν τόσο, όχι συνάδελφοι σε μουσικά συγκροτήματα. Κι εγώ τώρα πρέπει να διαλέξω ποια δεκαετία είναι η καλύτερη τους; Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Τα τρία 100ρια τους βρίσκονται στη δεκαετία των 70s.
Η μπάντα ξεκινά το μουσικό τους ταξίδι το 1973 με ένα single (και μια διασκευή) και ένα χρόνο αργότερα το ομώνυμο ντεμπούτο του. Στην μπάντα ακόμα δεν είχε εισέλθει ο Neil Peart και ο ήχος τους δεν θυμίζει τα μεταγενέστερα θαύματα τους. Αυτό δεν στερεί καθόλου ότι μιλάμε για ένα τρομερό hard rock δίσκο με αρκετές Led Zeppelin επιρροές και μπλουζίστικο feeling. Δεν υστερεί πουθενά, θα λατρεύω να ακούω τραγούδια σαν το “Here again’’ μέχρι να καταργηθεί η μουσική ή χάσω την ακοή μου. Και αυτός ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος των 70ς.
H διπλή γροθιά Lee / Lifeson, γίνεται τριπλή το 1974. Στο “Fly by night’’ του 1975 οι συνθέσεις χωρίζονται διά του τρία και η απόλαυση τριπλασιάζεται. Δεν έχουν φτάσει στο συνθετικό ζενίθ τους, ούτε στο ηχητικό. Πολλά προοδευτικά στοιχεία, αλλά και παραδοσιακά, εισέρχονται στο ήχο τους και αποκτούν πλέον την δική τους ταυτότητα χωρίς να έχουν εξαφανιστεί οι πιο hard rock επιρροές που προϋπήρχαν μέσα στο μουσικό αίμα τους. Μια πρώτη επαφή με το “Anthem’’ και νιώθεις την αλλαγή μέσα στον λαβύρινθο των αυτιών σου. Το μπάσο πιο μπροστά, τεχνικότατο drumming, η φωνή ακόμα πιο ψιλή-εκρηκτική, τα riffs να οργιάζουν. Αυτό είναι το μέλλον των Rush, δηλαδή, μια και ήταν επίσης και ομαδική σύνθεση. Το hard rock τους (“Beneath, between & behind”) έχει σκληρύνει, έχει γίνει πολύ πιο τεχνικό και η φαντασία τους είναι έτοιμη να απελευθερωθεί (“By-Tor & the Snow Dog”). Δηλαδή σε ποια άλλη δεκαετία είχαν τόσο γρήγορη βελτίωση σαν μουσικοί και στη μουσική; Και μάλιστα αλματώδη.
Ή θα μπορούσα να αναρωτηθώ σε ποια άλλη δεκαετία είχαν τόση έμπνευση ώστε να κυκλοφορούν και δεύτερο δίσκο μέσα στην ίδια χρονιά. Διότι το “Caress of steel’’ (όνομα και πράγμα) βγήκε και αυτό το 1975, ακόμα πιο βελτιωμένο, ακόμα πιο αδέσμευτο, ακόμα πιο προοδευτικό. Αν και ξεκινά με τρεις όμορφες, απλοϊκές συνθέσεις, στον ίδιο δίσκο υπάρχουν τα “Necromancer’’ και “The fountain of Lamneth’’. Το τι γίνεται εκεί μέσα, αφήστε μόνο τα αυτιά σας να σας το πουν. Οργασμός αισθήσεων. Τρεμούλιασμα χεριών. Το prog rock κυριαρχεί στα mid-70s χάρη σε μπάντες σαν τους Rush. Προοδευτικοί, εγκεφαλικοί αλλά σε καμιά περίπτωση κουραστικοί. Σε ποια δεκαετία τόλμησαν να παίξουν πάνω από μισή ώρα μουσική μέσα σε ΜΟΝΟ δυο τραγούδια;
Στη αρχή ανάφερα ότι οι τρείς αγαπημένοι μου δίσκοι είναι στα 70s. Ισχύει και είναι οι επόμενοι τρείς που ακολούθησαν. Πλέον με το “2012’’ φθάνουν σε δυσθεώρητα ύψη τεχνικής. Ό,τι αγγίζουν γίνεται χρυσάφι. Μα το συζητάμε ακόμα; Σε ποια δεκαετία κυκλοφόρησαν concept δίσκο (έστω και τον μισό) με τόσο απόλυτα επιτυχημένο τρόπο κάνοντας να το αγαπήσουν όλοι και να παραμιλάνε ακόμα και 30 (και βάλε) χρόνια μετά; Μετρημένοι δίσκοι στα δάκτυλα από χελωνονιτζάκι είχαν τόση μεγάλη επιτυχία και ακόμα τα ακούει ο σύγχρονος κόσμος μετά από τόσα χρόνια. Άσε που όλοι μας λατρεύουμε το θέμα του (απαγορευμένη μουσική, επανάσταση των νέων κτλ.). Για το μουσικό κομμάτι, τα έχουν πει και γράψει χιλιάδες πριν από μένα. Ένα ηχητικό θαύμα, με τα πρώτα είκοσι λεπτά να σε στέλνουν στο διάστημα και να σε επαναφέρουν στη γη δεκάδες φορές. Αλλαγή ατμόσφαιρας, φοράς και διάθεσης, πιο συχνά και από σχιζοφρενή. Όσο για τα πιο «φυσιολογικά»’ τους τραγούδια, όλα ένα και ένα (μέγιστη λατρεία το “The twilight zone’’), θα ήθελαν έστω και τα μισά να μπορούσαν να γράψουν άλλες prog rock μπάντες όπως και η ίδιοι βέβαια από το 1982 και μέχρι τα 00s. Το “2012’’ είναι κορυφή. Και σε ποια άλλη δεκαετία φτάσανε στην κορυφή και εγκαταστάθηκαν εκεί…
…βγάζοντας τον επόμενο χρόνο το “Farewell to kings’’. Δεν θα αποφασίσω μάλλον ποτέ αν αυτός είναι ο αγαπημένος μου δίσκος των Rush (ή ο επόμενος). Εγκεφαλικό, με τόνους υλικού και ιδεών. Μην τρελαθούμε, με ποια τραγούδια από τις άλλες δεκαετίες να συγκριθεί το “Xanadu’’; Με τα πιο εμπορικά και μελωδικά των 80s ή τα μεταγενέστερα πιο heavy / εκσυγχρονισμένα; Εδώ τα εγκεφαλικά κύτταρα κάνουν moshing μεταξύ τους, αυτοκτονούν από την υπερένταση και την κορύφωση. Τα ίδια (και καλύτερα) και στο “Cygnus X-1’’ που σε εκτοξεύει στο υπερπέραν, που σε διαλύει σε αναρίθμητα μόρια και άτομα και σε ξαναχτίζει από την αρχή. Εδώ μπορούν και συνθέτουν τέτοια τραγούδια, σε αυτό θα κολλούσαν; Η σύνθεση είναι τόσο μεγαλειώδης που συνεχίζεται και στον επόμενο δίσκο. Ποια συντηρητική δεκαετία θα τολμούσε κάτι τέτοιο;
Τα 70s θα κλείσουν με τον καλύτερο τρόπο δισκογραφικά και με το “Hemispheres’’. Οι ύμνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο, το έπος της πρώτης μεριάς ατενίζει στο προοδευτικό τους παρελθόν και ανοίγει τα φτερά του όσο πιο διάπλατα μπορεί. Στη δεύτερη πλευρά χρησιμοποιούν ακόμα πιο ξεδιάντροπα και σωστά τα πλήκτρα (τα 80s απλά θα το συνεχίσουν, σε αυτήν τη δεκαετία έγινε η αρχή) πάνω σε σπασμωδικές κινήσεις. Άντε βρε, τραγούδια σαν το “Circumstances’’ στο μέλλον. Ή δεκάλεπτο ορχηστρικό; Ή; Ή.
Τι να λέμε τώρα, δεν υπάρχει σύγκριση. Μπορεί στις αρχές των 80s να ήταν εξίσου επιτυχημένοι, μπορεί τα τελευταία χρόνια να περνούν δεύτερη συνθετική νιότη, αλλά όλη η ουσία τους βρίσκεται στα 70s. Σε αριθμούς ποιότητας, είτε μιλάμε για τραγούδια, είτε ολόκληρους δίσκους, είτε καινοτομίες, είτε φαντασία, εδώ κερδίζουν κατά κράτος. Για να σας δω κύριοι…
Κώστας Χρυσόγελος: Wind in my hair, shifting and drifting
Η καλύτερη δεκαετία των Rush είναι προφανώς τα 80s. Δεν χρειάζεται να γράψω άλλη λέξη… Άντε, εντάξει, ας γράψω. Δεν νομίζω να υπάρχει φίλος του σκληρού ήχου που να αρνείται πως το ιδιοφυές καναδικό τρίο έχει βγάλει αριστουργήματα στα 70s. Αρκεί ίσως μόνο ένα τραγούδι για να αποστομωθούν οι διαφωνούντες: “Xanadu”. Ωστόσο, εδώ συζητάμε για το ποια δεκαετία μας ικανοποιεί περισσότερο και στη δική μου περίπτωση τα πράγματα είναι απλά: Τα 80s, πρωτίστως και κυρίως για δύο λέξεις που έχουν σημαδέψει την ψυχή μου τα τελευταία δέκα-τόσα χρόνια: “Moving pictures”.
Ο εν λόγω δίσκος, του 1981, πιστεύω θερμά πως είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχει γεννήσει ο ανθρώπινος νους τα τελευταία 100 χρόνια. Δεν θα μπω στη διαδικασία να μιλήσω εδώ για τη μουσική και τους στίχους του LP, αρκούμαι στην άνευ όρων και περιφράσεων λατρεία του. Πρόκειται για το απόσταγμα της ερωτικής σχέσης των Rush με τον σκληρό ήχο, αλλά και τη διαρκώς αυξανόμενη μουσική τεχνολογία των late-70s / early 80s. Τούτο το ταυτόχρονο φλερτ τόσο με το prog rock, όσο και με το ανερχόμενο new wave, θα βρει την απόλυτη πλήρωσή του στο “Moving pictures”, κι αυτό ενώ προηγείται το επίσης καταπληκτικό “Permanent waves” (ξεκάθαρη αναφορά στο new wave στον τίτλο).
Το ξεκαθαρίζουμε λοιπόν πως η διετία 1980-1, με ισάριθμους απλησίαστους δίσκους, βρήκε την μπάντα σε τρελά κέφια, συνεχίζοντας το καλό σερί που είχε αρχίσει με το “Farewell to kings” το 1977. Κι όμως, μα τον Τουτάτι, υπήρχε και συνέχεια! Το ζωντανά ηχογραφημένο “Exit… Stage left”, από την περιοδεία του “Moving pictures”, παρουσιάζει εκείνον τον μαγικό early-80s ήχο των Rush επί σκηνής, όπου τα πρόσφατα τραγούδια αναπαράγονται αψεγάδιαστα και τα παλαιότερα μεταμορφώνονται σε μικρές θεότητες (ας αναφέρω εκ νέου το “Xanadu” -- ναι, έχω κόλλημα). Το αποτέλεσμα λοιπόν αναμενόμενο: Ένα από τα ποιοτικότερα live albums όλων των εποχών και φυσικά το καλύτερο των Rush.
Και κάπου εδώ ολοκληρώνεται η «χρυσή» εποχή της μπάντας. Σωστά; Λάθος! Το “Signals” που ακολούθησε το 1982 μπορεί άνετα να πάρει το βραβείο του πλέον παραγνωρισμένου δίσκου των Rush. Πιο «φορτωμένο» από τον προκάτοχό του, το album απομακρύνεται κάπως από τις new wave επιρροές και αγκαλιάζει το arena rock, χαρίζοντας απλόχερα διάφορες κομματάρες, όπως την πολύ μεγάλη προσωπική μου αδυναμία, “Analog kid”. Εντάξει, τελειώσαμε… Στοπ! Σειρά έχει μετά το “Grace under pressure” (1984), ένα καθαρό διαμάντι που στέκει άνετα δίπλα στις σημαντικότερες δημιουργίες του σχήματος. 80s prog όπως θα έπρεπε να είναι (και όπως δυστυχώς δεν έγινε ποτέ), με τραγούδια που προκαλούν τον πιο αυστηρό κριτή και τελικά τον κατατροπώνουν. Πλήκτρα πάνω σε κιθάρες, ο Lee στα φωνητικά να διδάσκει και να μυεί, ο Peart να παθιάζεται, ο Lifeson να γεμίζει, να ντύνει και να ζωγραφίζει πάνω στις συνθέσεις... Δηλαδή τι έχει να ζηλέψει το “Grace…” από το “Hemispheres”, για παράδειγμα; Τίποτα, κατά τη γνώμη μου.\
Εδώ μπαίνει μία άνω τελεία, γιατί το “Power windows” (1985) μου αρέσει, αλλά δεν φτάνει τα προηγούμενα, και τα δύο επόμενα (“Hold your fire” και “Presto”) είναι απλώς αποδεκτά. Αλλά με τέσσερις υπέρ-δισκάρες (“Waves”, “Pictures”, “Exit” και “Grace”) και ακόμη έναν πολύ καλό δίσκο (“Signals”), αλλά και έναν ευχάριστο (“Windows”), νομίζω πως οι συγκρίσεις με το έργο τους πριν και μετά περιττεύουν, με δεδομένο ότι η μπάντα άργησε κάπως να «πάρει μπρος» στα 70s (με το “2112” έγινε συγκρότημα πρώτης κλάσης, με κατά περιπτώσεις μεγαλειώδεις στιγμές πιο πριν), ενώ στα 90s μόνο με το “Counterparts” κατάφερε ν’ αγγίξει την τελειότητα.
Κλείνω με μία σύντομη ανάλυση του ακαταμάχητου ήχου των Rush στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80. Κατ’ αρχάς, τα πρώτα σπέρματα αυτής της ατμοσφαιρικής και υποβλητικής μουσικής προσέγγισης τα ακούμε τη διετία 1977-8, σε συνθέσεις όπως (σωστά το μαντέψατε) “Xanadu”, αλλά και “Circumstances”, “La villa strangiato” κ.ά. Τότε ακριβώς οι Rush άρχισαν να δίνουν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στα πλήκτρα και τις κιθαριστικές παραμορφώσεις (το “2112” έχει ακόμα εκείνη τη “heavy-rock-meets-blues” αντίληψη των πρώιμων χρόνων). Τούτη λοιπόν την καλλιτεχνική πρόταση θα την τελειοποιήσουν οι τρεις μουσικοί την περίοδο μεταξύ 1979 (οπότε και ηχογραφήθηκε το “Permanent waves”) και 1984. Δεν θα αναφερθώ σε μεμονωμένες συνθέσεις, θα παραπέμψω απλά στον ένα και μοναδικό desert-island δίσκο των Rush, το “Moving pictures”. Πραγματικά, και μόνο αυτόν να είχε κυκλοφορήσει η μπάντα, θα αρκούσε για να μείνει το όνομά της στην ιστορία της μουσικής.
Για όλους τους παραπάνω λόγους (φοβερός ήχος + κάμποσες δισκάρες), για εμένα η καλύτερη δεκαετία των Rush είναι τα 80s.
Στέφανος Στεφανίδης: It is the fire that lights itself
Τρεις δεκαετίες σαν μια αιωνιότητα
Αυτές τις μέρες έχουμε εδώ στο Metal Zone μια μάχη. Σχετικά με τους Καναδούς θρύλους Rush, που πέντε δεκαετίες μας εκπλήττουν ευχάριστα, μας δίνουν δισκάρες, και κάνουν στον καθένα από εμάς την ζωή πολύ πιο όμορφη. Πάμε δηλαδή να απαντήσουμε για το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων: Ποια είναι η καλύτερη δεκαετία των Rush; Το έργο μου, όπως κατάλαβα από την αρχή, είναι δύσκολο, γιατί έχω να υπερασπιστώ τρεις δεκαετίες. Μια μεγάλη περίοδο, που έχουν να παρουσιάσουν λίγες, αλλά απίστευτες δημιουργίες, και πολλές άλλες λαχταριστές κυκλοφορίες.
Αλλά ας το πάμε από την αρχή, για να δούμε για ποιους μιλάμε. Και φυσικά μιλάμε για τρεις απίθανους τύπους, που για τους τύπους αξίζει να τους αναφέρουμε. Geddy Lee, μπάσο, φωνή, πλήκτρα, ψυχή. Alex Lifeson, κιθάρα, καρδιά μικρού παιδιού. Neal Peart, άργησε κάνα δυο χρόνια αυτός, drums, πνευμόνια εφήβου. Μια οικογένεια στην κυριολεξία, μαζί δίπλα ο ένας στον άλλο, μισό αιώνα τώρα, βρέθηκαν για να κάνουν αυτό που πάντα αγαπούσαν: να φτιάχνουν συνθέσεις που να συνδυάζουν τη μοναδικότητα και τη μεταδοτικότητα σε κάθε ακροατή. Να βάζουν τα λόγια και τις φράσεις με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να μιλούν για σύγχρονα και όχι μόνο θέματα, με τρόπο κυριολεκτικό και συνάμα αλληγορικό. Και παρουσιάζοντάς τα με εκπληκτικό τρόπο στους δίσκους τους και παίζοντάς τα στη σκηνή με ζωντάνια και μεταδοτική ενέργεια εφήβου. Και όλο αυτό να το κάνουν να φαίνεται τόσο απλό και καθημερινό.
Και στις πέντε δεκαετίες συναντάμε δίσκους διαμάντια. Στα 70ς έφτιαξαν την τεράστια μουσική προσωπικότητα των Rush. Στα 80ς έφτιαξαν ή μάλλον καθιέρωσαν την ένωση, μέσω μια αμφίδρομης αγνής αγάπης με το κοινό. Μήπως είμαι χαμένος από χέρι στη σύγκριση με δίσκους απόλυτα κλασικούς και δικούς μου αγαπημένους, εννοείται, από τις δυο πρώτες δεκαετίες; Εγώ είμαι σε αυτά κάπως αιρετικός, αλλά και ο πιο άτυχος και τυχερός συνάμα. Μου αρέσουν ιδιαίτερα οι τρεις πιο πρόσφατες δεκαετίες τους, και με αυτές θα ασχοληθώ σε αυτό το κείμενο. Δηλαδή τα 90ς, με τρεις δίσκους μάλαμα: “Roll The Bones” (1991), “Counterparts” (1993) και “Test for echo” (1996). Τα 00s με δύο δίσκους χρυσάφι: “Vapor trails” (2002), και “Snakes and arrows” (2007). Και τα 10s με έναν μόνο δίσκο, “Clockwork angels” (2012), που από μόνος του φτάνει και περισσεύει για να σημαδέψει ολάκερη την δεκαετία.
Πάμε στο 1991 και στον δίσκο “Roll the bones”, που ήταν η αρχή μια καινούργιας εποχής για τους Rush. Μιας εποχής που άφηνε τα πιο πληκτράτα άλμπουμ των 80s και έβαζε ξανά rock και hard rock ήχους στη μουσική τους, σε ένα πάντρεμα της κιθάρας με τα πλήκτρα. Άφθαστες στιγμές το “Dreamline”, το “Bravado”, το ομώνυμο και το “Ghost of the chance”. Το 1993 οι Rush έφτιαξαν μια μνημειώδη δισκάρα, το “Counterparts”. Εδώ ο Lifeson βγαίνει μπροστά και δημιουργικά και κυρίως παικτικά, αλλάζει αρκετά το μουσικό στυλ από τα 80ς και δημιουργεί έναν από τους καλύτερους δίσκους τους μετά το “Moving pictures”. “Animate”, “Stick it out”, “Nobody’s hero”, “Between sun and moon” οι κορυφές μιας κορυφής. Το 1996 ήρθε η σειρά του “Test for echo” που βάζει νέες πιο κοινωνικές και ανθρωπιστικές θεματολογίες, με μια μοντέρνα rock ηχητική προσέγγιση. Κάποιους τους ξένισε, σε άλλους άρεσε. Σίγουρα το “Test for echo” δεν φιγουράρει στα καλύτερα της δισκογραφίας των Rush, όμως είναι μουσική δημιουργία υψηλού επιπέδου με κομμάτια όπως τα “Driven”, “Half the world”, “Totem” και “Dog years” να έχουν μείνει στις μνήμες και πυκνά συχνά να εμφανίζονται στα setlist των ζωντανών τους εμφανίσεων. Κάπως έτσι έκλεισε το δημιουργικό μέρος αυτής της δεκαετίας.
Τα 00s βρήκαν τους Rush στον θρόνο που στέκει πάνω στα μεγάλα τους καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Και αυτός είναι, πέρα από απόλυτα δίκαιος, και ένας πολύ βολικός θρόνος. Έτσι τα τρία φιλαράκια μαζεύτηκαν και δημιούργησαν το “Vapor trails” το 2002. Το “Vapor Trails” συνεχίζει τα του “Test for echo”, με μια πιο έντεχνη, ας μου επιτραπεί να πω, κατεύθυνση. “Ghost rider” και “Vapor trails” ξεχωρίζουν. Το “Snakes & arrows” ήταν για το 2007 ο πιο αναμενόμενος δίσκος και δικαίωσε όλων μας τις προσδοκίες. Ηχητικά πάει πίσω στις ρίζες τους, στα 70s δηλαδή. Και μόνο για τους ύμνους “Far cry”, “Working them angel”, αλλά και τα “The larger bowl”, “The main monkey business”, και όλα τα άλλα κομμάτια, αξίζει χρυσάφι. Στα 10s κυκλοφόρησαν έναν μόνο δίσκο, το “Clockwork angels”. Εδώ περιέχονται στοιχεία από όλες τις περιόδους των Rush, στον μακράν πιο αγαπημένο μου δίσκο τους, για τη μακρά περίοδο που γράφω. Για μένα εδώ όλα τα κομμάτια είναι, απάτητες για άλλους, κορυφές.
Πέρα από αυτά, σε αυτές τις τρεις δεκαετίες έχουν γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο ογδόντα και βάλε φορές, κάνοντας απίστευτες, φανταστικές περιοδείες. Με αμέτρητες sold out εμφανίσεις, με ένα κοινό να είναι πάντα ενθουσιώδες, με πολλούς live δίσκους και χορταστικά από κάθε άποψη ζωντανά κινηματογραφημένα DVD, αλλά και περιεκτικά ντοκιμαντέρ.
Πίσω τώρα στο θέμα μας: την καλύτερη δεκαετία των Rush. Στις πέντε δεκαετίες τους, εκείνο το ονειρικό ταξίδι δημιουργίας και έκφρασης, αλλά και την απόδειξη του τι μπορούν να κάνουν τρεις αχώριστοι φίλοι ακολουθώντας το όνειρο τους. Ταξίδι στο όνειρο της απόλυτης μουσικής απόλαυσης για όλους εμάς. Θα υπερθεματίσω πάντως για την περίοδο αυτή που γράφω, από το 90 μέχρι και σήμερα. Τα επιχειρήματα μου είναι τα εξής απλά:
1. Τρεις άνθρωποι μαζί στα καλά στα άσχημα, στο στούντιο, στις πέντε ηπείρους, σε αεροδρόμια και σε σκηνές, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ, για όλα αυτά τα χρόνια, με το εγώ να είναι μικρό, και το ΕΜΕΙΣ τεράστιο. Αυτό στις μέρες μας απλά δεν θα το βρείτε πουθενά αλλού.
2. Οι έξι αυτοί δίσκοι που κυκλοφόρησαν αυτή την περίοδο, δείχνουν ότι παρέμειναν αγνοί και μοναδικοί δημιουργοί, χωρίς να κάνουν καμιά υποχώρηση και κανένα καλλιτεχνικό συμβιβασμό σε τίποτα. Ούτε αυτό θα το βρούμε σε κανένα ανάλογου βεληνεκούς μουσικό σχήμα.
3. Η κάθε τους ζωντανή εμφάνιση, μετά από τόσα χρόνια, έχει την πείρα, τις ικανότητες και την ουσία ενός ζωντανού θρύλου, αλλά και την πώρωση και τη νεανικότητα ενός πρωτοεμφανιζόμενου, χωρίς να είναι ψεύτικα στυλιζαρισμένη, αλλά μοναδική και αυθόρμητη.
Απλά νιώθω τυχερός που είμαι σύγχρονος με τέτοιους σπουδαίους καλλιτέχνες.