- Home
- THE DUELLISTS VOL.3: ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ JUDAS PRIEST;
THE DUELLISTS VOL.3: ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ JUDAS PRIEST;
Τρίτωσε το κακό, με τους συντάκτες να γρονθοκοπούνται τώρα σχετικά με το βασανιστικό ερώτημα: Ποια είναι η καλύτερη περίοδος των Judas Priest; Ενόψει Rockwave, το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο και οι πένες πιάνουν φωτιά.
Πέντε περίοδοι, πέντε συντάκτες. Σήμερα η διχαστική εποχή με τον Tim “Ripper” Owens πίσω από το μικρόφωνο (1996-2004).
Δημήτρης Τσαουσίδης: Now let's see what you're made of
Βλέπετε μουντιάλ; Τότε νιώθετε ότι πολλές φορές τα outsider μόνο απίθανο να νικήσουν δεν είναι. Βλέπετε, απειροελάχιστοι θα υπερασπιζόντουσαν, πόσο μάλλον θα θεωρούσαν ως καλύτερη περίοδο την 1996-2004, όσο δηλαδή ήταν ο Tim “Ripper” Owens πίσω από το μικρόφωνο. Ας ξεκινήσουμε ανάποδα… Κι εγώ θεωρώ τους δυο δίσκους που έβγαλαν αυτή τη περίοδο, δηλαδή τα “Jugulator” και “Demolition” τα πιο μέτρια τους. Σίγουρα δεν έφταιγε ο “Ripper”. Ίσως οι υπόλοιποι Priest, ίσως εκείνη η μεταλλική γενιά που τους ήθελε διαφορετικούς. Θα το δούμε παρακάτω.
Σίγουρα δεν μιλάμε για τους καλύτερα ηχητικά δίσκους. Και αυτό διότι δεν ακούγονταν σαν κλασικοί Judas Priest. Ποιος φταίει; Οι ίδιοι είχαν βαρεθεί τον ήχο τους. Δεν ήθελαν να παίξουν και πάλι τα ίδια. Ισχύει αυτό. Δεν αγαπούσαν πλέον την μπάντα, δεν τους κάλυπτε μουσικά. Ήταν απλά η δουλειά τους, τα έσοδά τους. Γι’ αυτό και ο Glenn Tipton έβγαλε το υπερμέτριο “Baptizm of fire” το 1997. Ή ο Φαλακρός με τον Ψηλέα (Halford/Travis) το “War of words” με τους Fight. Γκρουβιές, μοντερνισμοί, αθλιότητες. Άρα το πρόβλημα υπήρχε, δεν το έφερε ο “Ripper”. Οι ίδιοι οι Priest ήθελαν να μπουν σε μια νέα εποχή, να ξεφύγουν από το παρελθόν τους.
Και εκεί «σκάει» το πρώτο επιχείρημα. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι δυο δίσκοι, δεν θα υπήρχαν σήμερα οι Judas Priest. Πιθανότατα να το είχαν διαλύσει και να είχε πάρει ο καθένας τον μουσικό του δρόμο. Ήταν το παραστράτημά τους, η δοκιμή του διαφορετικού, η ελευθερία από τα δεσμά του κλασικού heavy metal. Πήγαν, δοκίμασαν, ρίσκαραν, ξεκαύλωσαν και αργότερα επέστρεψαν στα γνώριμα εδάφη και συνεχίζουν να προσφέρουν ωραίους δίσκους.
Άλλο επιχείρημα; Πάρε να έχεις: Πες, ρε φίλε, ότι δεν είσαι 50άρης, δεν ήσουν εκεί να ακούσεις τις προσμίξεις του 70s hard rock με το βαρύ μέταλλο. Δεν άκουσες δίσκους σαν το “Sad wings” ή το “Sin after sin” αλλά είσαι 15-20 χρονών στα μέσα των 90s. Πολύ πιθανό να μην σε ελκύει αυτός ο ήχος και αυτή η παραγωγή όταν καθημερινά λατρεύεις δισκογραφία Pantera και άλλων ηρώων της εποχής. Το έζησα από κοντά και καταλάβαινα κολλητούς που οι Judas τους φαινόταν παλιομοδίτες, μουσική για τους πατεράδες τους, με αδύναμο ήχο. Αυτά τα παιδιά δεν ήθελαν να ακούσουν ούτε τον εμπορικό ήχο των 80s, ήταν πολύ μελωδικοί γι’ αυτούς, πολύ χαρούμενοι, πολύ δεμένοι με το παρελθόν. Ήθελαν ένα νέο τσαμπουκά, ρυθμό, γκρούβα, απειλητικό στίχο, κρυστάλλινη παραγωγή. Ε, αυτά τα βρίσκεις στο “Jugulator”, όχι στο “Rock Rolla”, στο “Point Of Entry” και το “Turbo”.
Από την άλλη, οι ίδιοι οι δίσκοι (και ειδικότερα το “Jugulator”, που είναι σαφώς ανώτερο του “Demolition”) μπορούν να μας προμηθεύσουν με δεκάδες επιχειρήματα μουσικής φύσεως. Ακούς το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου και ο “Ripper” σου ξεσκίζει τα σωθικά, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις φωνητικές ικανότητες του Rob, εκτός από τη φήμη και του ότι προϋπήρξε στη μπάντα, τον μάθαμε με αυτόν και τον αγαπήσαμε γι’ αυτό. Αλλιώς ο Tim καταστρέφει σύμπαντα, κατεβάζει θεούς στη Γη, τσιρίζει σαν να μην υπάρχει αύριο. Οι άλλοι τέσσερις της μπάντας, οι γηραιοί συνοδοιπόροι, επιλέγουν συνειδητά έναν πιο μοντέρνο ήχο.
Ναι, το χρειαζόντουσαν οι ίδιοι, το χρειαζόντουσαν και οι οπαδοί. Μην το βλέπετε από μια πιο σίγουρη, σημερινή οπτική γωνία. Λίγο πριν αλλά και μετά την αλλαγή της Χιλιετίας, το κλασικό Heavy Metal δεν ήταν στην καλύτερη περίοδο του. Όλοι ακολουθούσαν πιο ακραία μουσικά μονοπάτια, μουσικοί και οπαδοί. Αλλιώς πιο μοντέρνα πράγματα, όλοι ήθελαν την ΝΕΑ μουσική, την μουσική της γενιάς τους. Και οι Judas Priest ήθελαν, χρειαζόντουσαν τέτοιους οπαδούς. Και έβγαλαν συνθέσεις που μπορούσαν να προσελκύσουν τέτοιους οπαδούς. Νεαρά παιδιά που θα πρωτάκουγαν Judas Priest μέσω τραγουδιών σαν τα “Dead meat”, “Bullet train”, “Burn in hell” και το ομώνυμο και θα τους άρεσαν. Παραγωγάρα που αναδεικνύει κάθε δυναμική τους, άρτια και πολλαπλάσια και πάνω από όλα ταιριαστή σε ένα νεαρό αυτί. Τα σολαρίσματα δίνουν και παίρνουν, τα leads ράβουν, έστω και σε πιο γκρουβάτους τόνους, οι ρυθμοί ακούγονται ενδυναμωμένοι.
Εννοείται ότι υπάρχουν και μετριότητες, εννοείται ότι προτιμώ τους παλιότερους αλλά και τους μεταγενέστερους δίσκους τους, τίποτα όμως δεν μπορεί να απορροφήσει το ζουμί που έχουν και αυτοί οι δίσκοι. Δεν ακούς και κάθε μέρα δεκάλεπτα έπη σαν το “Cathedral spires” από τους Judas Priest. Για την ακρίβεια ήταν η πρώτη φορά στην 27χρονη (μέχρι τότε) πορεία τους να δοκιμάσουν κάτι τόσο μεγαλοπρεπές, να ρισκάρουν τόσο πολύ σε σχέση με τα πιο ευκολοχώνευτα τραγούδια που μας είχαν συνηθίσει. Αυτό από μόνο του λέει πολλά.
To “Demolition” θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο, αλλά συνθετικά είναι ένα βήμα προς τα πίσω. Αλλά και πάλι, εδώ θα πάρουν νέες ανάσες οι Judas, θα δοκιμάσουν και άλλα πράγματα που θέλανε στη μουσική τους καριέρα. Εκτός από τον μοντέρνο ήχο, βάζουν τον “Ripper” να ρίξει συχνότητες (σε μερικά τραγούδια), να χαθεί κάθε τι που θύμιζε τον Φαλακρό. Η παραγωγή είναι μοντέρνα, κάποιες γκρούβες υπάρχουν, αλλά μιλάμε για millennium heavy metal. Στον ίδιο δίσκο ακούμε ίσως και την πρώτη μπαλάντα των Judas, το “Close to you”, με μη ερωτικό αλλά στενάχωρο στίχο. Πολλά τα τραγούδια που αξίζουν περαιτέρω ακροάσεις. Μπορεί να είναι διαφορετικά για Priest, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άσχημα.
Και πάλι θεωρώ τους συγκεκριμένους δίσκους τους χειρότερους στη δισκογραφία τους, αλλά κάποιος έπρεπε να κάνει τον δικηγόρο του… Θεού στους διαόλους.