Wretched - Decay
Wretched-Decay
Όταν είσαι τεχνικός ήχος για πάρα πολλά χρόνια σε μια μπάντα βεληνεκούς The Black Dahlia Murder, λογικό είναι να επηρεαστείς σε αρκετά πράγματα και στη δική σου μπάντα. Ο λόγος για τον ντράμερ Marshall Wieczorek που ξεκίνησε τους Wretched μόλις στα 16 του χρόνια. Μαζί του, από την αρχή, ο κιθαρίστας Steven Funderburk που τον ακούμε και στους Through the Eyes of the Dead (πιο τεχνικοί/παγωμένοι από τους Wretched). Οι Αμερικανοί έχουν ήδη κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμς και μάλιστα μέσα σε μια πενταετία. Τελευταία δεκαετία όμως η μπάντα έβαλε φρένο έχοντας άλλες προτεραιότητες. Οι Wretched επιστρέφουν με το ''Decay'' (όνομα και πράγμα, το όνομα μπάντας και δίσκου) και μάλιστα μέσω της Metal Blade, εταιρία των The Black Dahlia Murder άρα καταλαβαίνετε ότι παίχτηκαν και άκρες. Ο δίσκος κυκλοφόρησε 17 του μηνός και είναι διαθέσιμος σε cd αλλά και βινύλιο σε τέσσερα διαφορετικά χρώματα.
Καταρχήν, ας αναφερθεί ότι μιλάμε για concept άλμπουμ, με την ιστορία να εξελίσσεται σαν πρίκουελ του Beyond the Gate (2010), τον πρώτο δίσκο που τραγούδησε και έγραψε στίχους για τους Wretched o τωρινός τραγουδιστής Billy Powers. Αργόσυρτο, τεχνικό deathcore με τα γνωστά τσιριχτά στριγκλίσματα, σήμα κατατεθέν του είδους. Οι κιθάρες εκπέμπουν μελωδίες (συχνά όσο πιο στρυφνές γίνεται) και το πιο τεχνικό κομμάτι εξαπολύεται από τον τύπο πίσω από το drumkit. Σωστά επιλέχτηκε το ομώνυμο τραγούδι σαν πρώτο του δίσκου μιας και σου κάνουν πολύ καλή εντύπωση από την αρχή. Δυναμικές συνθέσεις και για τη συνέχεια αλλά η μεγάλη διάρκεια που κρατά ο δίσκος κάπου κουράζει. Αυτό είναι και μια από τις μεγαλύτερες παγίδες των concept δίσκων που για να έχεις μια ολοκληρωμένη ιστορία, τραβάς την διάρκεια του παραπάνω από όσο χρειάζεται. Ακούγονται όλα τα τραγούδια περίπου στο ίδιο και κουράζουν; OXI. Απλά θα μπορούσαν να λείπουν 2-3 συνθέσεις μιας και το έντονα τεχνικό κομμάτι των ενορχηστρώσεων, δυσκολεύει την απορρόφηση του. Υπάρχουν όμως στιγμές που ξεχωρίζουν, όπως το ''The Royal Body'' με το ζεστές κιθαριστικές μελωδίες που αποκαλύπτουν βάθος στη σύνθεση και κλιμακωτή έκρηξη. Ή την ηχητική οδύνη ενός ''The Crimson Sky ''το οποίο με καθαρά φωνητικά θα πονούσε ακόμα περισσότερο. Πράγμα που επαναλαμβάνουν στο 'Radiance'' λες και ακούς καμιά doom/funeral μπάντα αν δεν ''έσκαγαν'' που και που τα τσιρίγματα. Και μιας και μιλάμε για φωνή, στο ''Clairvoyance'' ο Billy δοκιμάζει να τραγουδήσει εντελώς διαφορετικά και ήπια με αντίστοιχη μουσική υπόκρουση ξεκουράζοντας τον ακροατή, εκεί, κάπου στα μισά του δίσκου. Και με μια ονειρική, ορχηστρική μελωδία στη συνέχεια πριν δοκιμάσουν τις αντοχές μας στη 16λεπτη σύνθεση που ακολουθεί, πάντοτε πολύ πιο ήρεμα από ότι μας πρωτοσυστήθηκαν. Ακούγεται λες και είναι soundtrack από Western film. Καλοδεχούμενη η επιστροφή στους γνωστούς τους ήχους στο ''Lights '', κύματα μελωδικού riffing στο ''The Golden Tide '' ή στο σουηδογεννημένο '' The Golden Skyway'' αλλά θα μπορούσαν να πάρουν τα καλύτερα στοιχεία από κάποιες συνθέσεις και να συμπεριλάβουν σε λιγότερες αριθμητικά.
