VALFAR, Ο ΜΑΧΗΤΗΣ
Στο δυτικό κομμάτι της Νορβηγίας, υπάρχει μία περιονή με το όνομα Sogn. Εκεί λοιπόν, εκτός από τα μεγαλύτερα Φιόρδ της χώρας, υπάρχει ο δήμος του Sogndal. Ένας δήμος ο οποίος θα μας άφηνε «παγερά» αδιάφορους, αν δεν υπήρχε η 3η Σεπτεμβρίου του 1978. Εκείνη την Κυριακή λοιπόν, ήρθε στην ζωή ο Terje Bakken, ή όπως είναι πιο γνωστός, Valfar. Στον απόηχο λοιπόν, ενός ακόμα μεγάλου που έφυγε από την ζωή, του Τζίμμη Πανούση, συγχωρέστε με, αλλά πάντα η 14/1 θα είναι σημαδέμενη ως η μέρα που έφυγε ο Valfar.
Όταν μιλάμε για Νορβηγικό Black Metal, συνειρμικά το μυαλό μας πηγαίνει στους Emperor, τους Mayhem, τους Darkthrone, μία μπάντα που σπάνια αναφέρεται είναι οι Windir. O Valfar, σε πολύ μικρή ηλικία κατάφερε να δημιουργήσει κάτι το πρωτοποριακό, φρέσκο και πανέμορφο. Πήρε την κληρονομιά των πρώτων δίσκων όλων αυτών των μπαντών που ανέφερα και μας παρουσίασε κάτι διαφορετικό, κάτι που έφερε την σφραγίδα του. Για να καταλάβετε πόσο σημαντικό και σπουδαίο τον θεωρώ, είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη ότι κοντινότερο στον τεράστιο Chuck. Όχι μόνο γιατί δοκίμασαν κάτι το διαφορετικό, ούτε γιατί έφυγαν και οι δύο σε απροσδόκητα πολύ νεαρή ηλικία, αλλά γιατί και οι δύο έζησαν, μας συστήθηκαν, αποκλειστικά από το μουσικό τους έργο.
Ως έφηβος λοιπόν, ο Terje έπαιξε σε διάφορες death/black μπάντες, που όμως ποτέ δεν ένιωσε να τον καλύπτουν. Το δικό του όραμα ήταν πάντα κάτι το διαφορετικό, έτσι αποφάσισε να πορευτεί μόνος του, να ξεκινήσει την δική του μπάντα, ως one man band, και να χαράξει το ιδίωμα. Τότε λοιπόν, οι Windir παίρνουν σάρκα και όστα και αρχίζει να γεννιέται αυτό το εκρηκτικό κράμα, black metal με λίγο folk, κάποιες δόσεις Viking στοιχείων, αρχικά στην μητρική του διάλεκτο και όλο αυτό συνέθετε το Sognametal, όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Κατά την περίοδο 1994-1995 ηχογραφεί τα πρώτα demo των Windir, τα οποία λαμβάνουν θετικές κριτικές και η μπάντα αρχίζει να αποκτά αναγνωρισμότητα, στο πλαίσιο της Σκανδιναβικής underground σκηνής. Αυτός ο ντόρος λοιπόν, οδηγεί αρκετές δισκογραφικές στο κατώφλι του Valfar για να αποσπάσουν την υπογραφή. Τελικά δύο χρόνια αργότερα έρχεται η πρώτη full length κυκλοφορία, το Sóknardalr, που συνδίαζε ωμό και σκοτεινό black metal με επικά folk μελωδικά στοιχεία. Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο στην ευρύτερη σκηνή, πως σε μία γωνία της Νορβηγίας, υπάρχει ένα παιδί (19 ετών τότε ο Vlafar) με εντυπωσιακή συνθετική και εκτελεστική ικανότητα. Τέλος να αναφέρουμε ότι το album βγήκε τον Μάρτιο του ’97 και πούλησε πάνω από 2000 αντίτυπα μες στο έτος.
Μετά λοιπόν το εντυπωσιακό ντεμπούτο του, όπου έχει παίξεί και όλα τα μουσικά όργανα, εκτός από τύμπανα, έρχεται δύο χρόνια αργότερα η ώρα για τον δεύτερο δίσκο. Εδώ να αναφέρουμε πως την παραγωγή αναλαμβάνει ο Pytten, ο άνθρωπος δηλαδή που αναλάμβανε παραγωγές για τους Emperor, τους Immmortal κλπ. Τότε λοιπόν ο Valfar παίρνει διάφορους session μουσικούς για να τον βοηθήσουν να υλοποιήσει το όραμα του (τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει, α ναι, τον Chuck). Ενώ κατά την πρώτη ακρόαση δεν φαίνεται να έχει χτυπητές διαφορές συγκριτικά με το πρώτο άλμπουμ, το Arntor, έχει ακόμα πιο έντονα τα folk μελωδικά στοιχεία. Παρ’ότι λοιπόν έχει όπως είπαμε έχει πιο έντονα μελωδικά στοιχεία, συγχρόνως είναι ακόμα πιο επιθετικό από τον προκάτοχο του, ακόμα και πιο «βίαιο» θα έλεγα. Φανταστείτε την πεντάμορφη και το τέρας στην συσκευασία ενός, (όπου πεντάμορφη τα μελωδικά σημεία του άλμπουμ και όπου τέρας τα σκληρά) και θα έχετε μια πολύ ξεκάθαρη άποψη για το τι συμβαίνει στο Arntor.
Με την αυγή της νέας χιλιετίας ανοίγονται νέοι δρόμοι στην πορεία των Windir. Από one man band μετατρέπονται σε full band και κυκλοφορούν το 1184, όπου για πρώτη φορά οι στίχοι είναι στα Αγγλικά. Εδώ γίνεται ξεκάθαρη η αντίληψη του Valfar περί μουσικής, ότι δηλαδή κυνηγάει την τελειότητα κάθε φορά όπως αυτή ορίζεται στο κεφάλι του (ποιον μου θυμίζει αυτό πάλι, α ναι, τον Chuck). Ένιωθε λοιπόν σαν κάτι να έλειπε από τις προηγούμενες κυκλοφορίες του κι έτσι αποφάσισε να συνεργαστεί με τον μπασίστα Hváll, τον βασικό συνθέτη δηλαδή των Ulcus (o δικός του DiGiorgio δηλαδή). Με τα μέλη των Ulcus ο Vlafar είχε μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά, οπότε αυτός ο «γάμος» ήταν μάλλον αναπόφευκτος. Ο Valfar με τον Hváll, αρχικά συνέθεσαν ξεχωριστά ο ένας από τον άλλον και αργότερα ένωσαν τις ιδέες τους σε έναν εκρηκτικό συνδυασμό. Το 1184 ήταν αρκετά διαφορετικό από τις δύο προηγούμενες δουλειές των Windir, παρ’όλα αυτά αγκαλιάστηκε από τους οπαδούς της μπάντας και δημιούργεισαι και νέους.
Θέλω να σταθώ σε ένα κομμάτι που υπάρχει στο album, το Journey to the End, όπου ο Valfar είναι σαν να προβλέπει το μοιραίο του ραντεβού με την χιονοθύελλα.. I embraced my vision, as it was common for me, A fate, a destiny, an inevitable death And the vision is revealed for everyone else.
Δύο χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσει το κύκνειο άσμα των Windir, το Likferd. To album αποτελεί από άποψη ύφους, ένα κράμα των τριών προήγουμενων κυκλοφοριών του συγκροτήματος. Σχεδόν ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του Likferd, ο Terje θα κατευθυνθεί προς την καμπίνα της οικογένειας του, μα δεν θα φτάσει ποτέ. Θα πέσει πάνω σε μία χιονοθύελλα και θα βρεθεί νεκρός τρεις μέρες αργότερα. Οι υπόλοιποι Windir πήραν την απόφαση, ότι η χιονοθύελλα, εκτός από τον θάνατο του Valfar, σηματοδότησε τον θάνατο και της μπάντας.
Γιώργος 3Κ Ξιφαράς
Σαν σήμερα ο Valfar, ξεκίνησε το ταξίδι του προς την Valhalla, να συναντήσει τους ήρωες του όπως ο Quorthon. Η μουσική του θα μας συντροφεύει σε κάθε χιονισμένη μέρα, σε κάθε κρύα μέρα, σε κάθε νότα των Windir, θα ζει ο Valfar o μαχητής. Hail Valfar!