Hammers of Misfortune - Fields / Church of Broken Glass

Hammers of Misfortune-Fields / Church of Broken Glass

Φιλοξενώ μια ιδιαίτερη θέση για τους Slough Feg στην καρδιά μου μιας και είναι μια πολύ ξεχωριστή μπάντα, σαν ήχος και νοοτροπία και κράτησαν το λάβαρο του heavy metal sta 90s στην Αμερική που το είδος θεωρούνται παρωχημένο. Από το 1998 και μέχρι το 2004, στο πλευρό του Mike Scalzi (κιθάρες/φωνή) ήταν ο John Cobbett (κιθάρα). Την ίδια περίοδο οι δυο τους (μαζί με τον drummer Chewy Marzolo) είχαν ξεκινήσει και ένα άλλο μουσικό προτζεκτ, τους Unholy Cadaver, σαφέστατα πιο ακραίο (είτε μιλάμε για φωνητικά, είτε ταχύτητες, παραμόρφωση κτλ αν και με heavy metal βάση). Από τα τραγούδια που δημιούργησαν, τα τρία μπήκαν δοκιμαστικά σε demo και ένα από αυτά τιτλοφορήθηκε ''Hammers Of Misfortune'' το οποίο έγινε και το όνομα της μπάντας από το 2000 και μετά μιας και μουσικά μαλάκωσαν και έγιναν ακόμα πιο προοδευτικοί και μελωδικοί στον ήχο τους. Με μπασίστρια την Janis Tanaka, το ντεμπούτο ''The Bastard'' κυκλοφορεί το 2001 ενώ ακολουθεί το ''The August Engine'' δυο χρόνια αργότερα με λίγους να τους παίρνουν χαμπάρι. Σημαντικότερες αλλαγές συμβαίνουν πιο μετά με προσθήκη γυναικείων φωνητικών (Jamie Myers) και πιάνου (Sigrid Sheie) με τη μουσική τους να ταξιδεύει και να ενώνει περισσότερες τελίτσες με τη μουσική του παρελθόντος. Ο Scalzi αποχωρεί, εκείνη την περίοδο και οι Slough Feg βρίσκονται σε συνθετικό οίστρο. Νέες αλλαγές στη σύνθεση, νέα εταιρία (Profound Lore), διπλός δίσκος ''Fields/Church of Broken Glass '' και οι πόρτες για μεγαλύτερη δημοσιότητα ανοίγουν. Και το αξίζουν κάθε (σ)πιθαμή. Κατόπιν τους προσθέτει στο ροστερ της η Metal Blade Records και τους βάζει σε μεγαλύτερα σαλόνια με δίσκους σαν το ''17th Street''  και ''Dead Revolution ''. Η ανοδικότητα τους στα 10ς πιθανότατα να βρήκε δυσκολίες λόγω της πανδημιας και στα 20ς βρίσκουμε τον  Cobbett και την παρέα του (επιστροφή και για την εξαίρετη Jamie) στην επαρχία με αυτοχρηματοδοτούμενη τη νέα τους κυκλοφορία ''Overtaker΄΄ η οποία είναι τουλάχιστον εκπληκτική.

Ο δίσκος είναι χωρισμένος σε δυο ενότητες και γι αυτό το λόγο κυκλοφόρησε σε 2 cds/βινύλια ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Δηλαδή δεν ήταν θέμα χώρου, 70 λεπτά μουσικής τα έχουμε ξαναδεί  στοιβαγμένα σε ένα cd. Δύο ξεχωρίστές ενότητες με μουσικές διαφορές και προσεγγίσεις. Η πρώτη ενότητα, το ''Fields'' με ένα εξώφυλλο που η φύση υπερέχει του ανθρώπινου πολιτισμού. Δυναμικοί ρυθμοί, καθαρά αντρικά φωνητικά, organ που δεν ακούγεται ασύμφωνο με τo υπόλοιπo μουσικό όραμα, γαλήνιες κιθάρες που επισκιάζουν και επισκιάζονται αναλόγων απαιτήσεων της συγκεκριμένης σύνθεσης. Το ομώνυμο τραγούδι έρχεται με πιο μελωδικές διαθέσεις και τη φωνή της Jesse να ακούγεται γυμνή και θαραλλέα. Το πιάνο έχει σημαντικό ρόλο στο συγκεκριμένο τραγούδι ώστε να νιώθεις ότι έχει ακουμπήσει το κεφάλι σου πάνω του. Φλάουτο στο backround, κιθάρες που φέρνουν τον φόρτο της θλίψης και σφραγίδα ποιότητας καθόλη την ενορχήστρωση. Το τρίτο μέρος του ''Fields'', το ''Motorcade'' αναπνέει ζωντάνια, έχει πιο συναυλιακό τόνο, πιο οργανικό ήχο, αντρικά φωνητικά και prog rock κλίμα. Ο Cobbett πρέπει να άκουγε πολύ progressive rock εκείνη την εποχή μιας και έχουν μια γιορτή πειραμάτικών κιθάρων και ψυχεδελικών πλήκτρων. Το μπάσο  βαριαστενάζει έντονα και παθιασμένα μετά το τέταρτο λεπτό πριν παραδώσει τον χορό σε ένα κιθαριστικό κρεσέντο επιδεξιότητας. Ένα ορχηστρικό ιντερλούδιο στη συνέχεια το ''Rats Assembly '', heavy metal με μια folk αίσθηση και όχι το αντίθετο όπως συμβαίνει σε πολλα folk metal συγκροτήματα. Παθιασμένη η φωνή της Quattro που δυστυχώς δεν την ξανακούσαμε σε hammers of misfortune δίσκο, σε αποστραγγίζει με τον αναδρομικό ήχο και τους παλίνδρομους ρυθμούς. Το σόλο organ είναι ικανό να σε απομυζήσει ψυχικά μιας και ''ξεφεύγει'' παικτικά χωρίς όρια και αναστολές. Το ''Always Looking Down '' θυμίζει αρκετά Slough Feg  φέρνοντας το βέβαια σε πιο progressive μονοπάτια και κλείσιμο με το αγαπημένο του δίσκου  ''Too Soon'' που με με κάνει και αισθάνομαι περίεργα. Από τη μιά το ρυθμικό ντουέτο Nichols/Marzolo που κάνει τα μαγικά του, από την άλλη μια συναρπαστική φωνή. Προσθέστε 70'ς ατμόσφαιρα, σπαθάτες κιθάρες που κόβουν σύριζα και αμαρτωλά πλήκτρα που λειτουργούν σαν μαγικό χαλί σε παραμύθι. Δεν ξεχνάμε και τους στίχους που βοηθούν τα μέγιστα να πραγματοποιηθεί αυτή η υπέρβαση. Ασυζητητί, το καλύτερο τραγούδι στα δικά μου αυτιά.

Η δεύτερη ενότητα, η ''Church of Broken Glass '' με το δυστοπικό αλλά αληθινό εξώφυλλο δεν έχει να ζηλέψει πολλά. Το ''Almost (Left Without You) '' μπαίνει δαιμονισμένα για να σε κατακτήσουν σε επανάληψη. Τρομερό, καταστροφικό drumming, δείγμα και συντελεστής  νευρασθένειας ή ιδιοφυίας, ψυχεδελική ατμόσφαιρα στα πλήκτρα, έγχορδες γέφυρες που ενώνουν διαφορετικούς κόσμους, φλεγόμενα φωνητικά. Οι συνθέσεις μεγαλώνουν σε διάρκεια, ενέσεις διαδραστικότητας μεταξύ αλλαγών. Το Butchertown είναι επικό σε διάρκεια και δεν φαίνεται να βιάζεται επ' ουδενί. Το πιο ''γυναικείο΄΄ τραγούδι μιας και πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι δυο κυρίες της μπάντας. Το riffοδηγούμενο ''The Gulls ''  είναι δείγμα των ικανοτήτων του Cobbett που δεν ξεχνάμε ότι όλες οι συνθέσεις και στίχοι είναι κατάδικοι του ενώ το ομώνυμο pink floydίζει επικίνδυνα. Κλείσιμο με το ''Train'' που έχει 80ς heavy metal ύφος. Συμπερασματικά, μουσική για όλα τα γούστα. Τραγούδια που μπορούν να αγγίξουν ακροατές από πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής.

 

 

Copyright 2024. All Right Reserved.