THE DUELLISTS VOL.2 ΠΟΙΑ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ BLACK SABBATH;
Δεύτερος γύρος συνομιλιών και διαπραγματεύσεων για τους ακάματους συντάκτες μας, που τούτη τη φορά ξιφουλκούν για το ποια είναι η καλύτερη περίοδος των Black Sabbath. Η αρχισυνταξία δεν φέρει ευθύνη για τις φρικτές κουβέντες που ανταλλάσσονται.
Πέντε περίοδοι, πέντε συντάκτες. Ποιος θα είναι ο νικητής;
Δημήτρης Τσαουσίδης: What is this that stands before me?
Καλύτερη Black Sabbath περίοδος; Τι εννοείτε; Μια είναι η περίοδος των Sabbath. 1970-1979. Και απλώς τυγχάνει να είναι με τον ίδιο τραγουδιστή. Αργότερα βγήκαν δισκάρες, δεν αντιλέγω, αλλά ο ήχος δεν είχε καμιά σχέση. Άνετα θα λάτρευα το “Heaven and hell’’ ή το “Headless cross’’ με όποιο όνομα και να κυκλοφορούσαν, αλλά δεν είναι Black Sabbath ήχος αυτός. Αυτό το doom ηχητικό ντουμάνι που βγήκε στις αρχές των 70ς. Που πήραν τις δικές τους επιρροές από τα 60ς, έβαλαν να φυσήξει πάνω ο διάολος, τις αλυσοδέσανε με ό,τι πιο βαριά μέταλλα είχαν διαθέσιμα την εποχή τους και τα αφήσανε να πάρουν το δρόμο τους.
Η τετραμελής, πρώτη σύνθεση αποτελείτο από φτωχομπινέδες. Ήταν η μοναδική εποχή στην ιστορία των Sabbath που οι μουσικοί που την απάρτιζαν δεν είχαν κάποιο όνομα, κάποια φήμη, διαφημίσεις, παραγωγούς, στούντιο. Μόνο όρεξη και αγάπη για τη μουσική. Διέξοδος για τις ψυχές τους και αυτό φαίνεται στους πρώτους τους δίσκους μόνο (1970-1972). Τα επιχειρήματα είναι από μόνα τους αυτοδύναμα και ακούνητα. Μέσα σε τρία χρόνια έβγαλαν τέσσερις δισκάρες που έμειναν για πάντα στην ιστορία. Που κανείς έστω και με ένα αφτί δεν μπορεί να τα κατηγορήσει ως ηχητικές μετριότητες. Σε αυτή την τριετία η τετράδα ήταν ακλόνητη, ήταν μόνοι τους μια παρέα, δεν χρειάστηκαν guestιλίκια από πουθενά (στο “Sabbath bloody Sabbath’’ βοηθά ο Rick Wakeman στα πλήκτρα), ήξεραν ότι αυτό που δημιουργούσαν χτίστηκε για να μείνει για πάντα όρθιο.
Οι Black Sabbath, όσες δισκάρες και να έβγαλαν αργότερα στην τεράστια δισκογραφική τους συνέχεια, τον παράγοντα του σοκαρίσματος και της κατάπληξης τον είχαν στο ντεμπούτο. Το εξώφυλλο τρομακτικό, ακόμα και τώρα, πόσο μάλλον πίσω στο 1970. Πάρτε το εξώφυλλο του ομώνυμου δίσκου και ενός οποιοδήποτε άλλου τους δίσκου και δείξτε το σ’ έναν άσχετο, να δούμε ποιο θα τον ταρακουνήσει περισσότερο. Όσο για το μουσικό περιεχόμενο. Η αναμονή, η ατμόσφαιρα, το ουρλιαχτό, οι ηχητικοί ογκόλιθοι του ομώνυμου τραγουδιού, αρκούν όλα τα προηγούμενα για να τελειώσει άδοξα η συζήτηση – «διαμάχη» για όποιον αντικρούεται στην αυθεντικότητα και επιδραστικότητα της πρώτης περιόδου. Δεν θα αναλωθώ στο να αναλύσω τη δύναμη κάθε τραγουδιού, μια και είχαν πάρει τις δικές τους επιρροές και τις είχαν παραμορφώσει-απαλλοτριώσει για το καλό της ανθρωπότητας. Ειδική μνεία στο “N.I.B.” που έχει δημιουργήσει γενιές μεταλλάδων με τον βαρύ σαν μέταλλο ήχο του.
Μένουμε στην ίδια χρονιά (1970) μια και όλες οι Μούσες κάνουν παρέα στους Sabbath. Άσε που οι ιδέες για το ομώνυμο προϋπήρχαν. Φτάνοντας στο “Paranoid’’, έχουμε και δω καινοτομίες που δεν ξαναϋπήρξαν. Να πούμε για στίχους σαν του “War Pigs’’ που χιλιοτραγουδήθηκε με νόημα και είναι μέχρι και σήμερα κάτι πολύ ισχυρό; Καλοί οι στίχοι για νεράιδες, μάχες, γκόμενες κ.τλ., αλλά εδώ μπορούσε να παίξει στα δάκτυλα ολόκληρες γενεές οπαδών με riffs και drumming αδυσώπητο. Να πούμε για τραγούδι (“Paranoid”) που το ξέρουν και οι πέτρες, η γιαγιά μου και οι εξωγήινοι; Τέτοιο χιτάκι δεν έκαναν στα 80s-90ς για κανένα λόγο. Για το “Planet Caravan’’ που βυθίζεται μέσα σου σαν καμένη λάμα μέσα σε παγωμένο βούτυρο; Το “N.I.B.’’ που ήταν το πρώτο τραγούδι που έμαθα στίχους απ’ έξω και το riff ο κολλητός μου; Δηλαδή εσείς κάτσατε και μάθατε τραγούδια από το “Born rules’’, το “Technical ecstasy’’ ή το “Dehumanizer’’; Μην τρελαθούμε κιόλας. Και όλα αυτά σε μια μεριά. Αν ακούσει κάποιος και τη δεύτερη, ένας ακόμα heavy/doomάς θα γεννηθεί. Δεν παίζει, η αρχική μελωδία-μπάσο-riffαδούρα-τύμπανα του “Fairies wear boots’’ ακόμα με στοιχειώνουν και πέρασαν δεκαετίες από τότε που το πρωτάκουσα.
1971 και “Master of reality”. Οι δυο πρώτοι δίσκοι μπορεί να ήταν γεμάτοι καινοτομίες, ο τρίτος όμως ήταν ο καλύτερος σαν συνθέσεις. Ακόμα πιο heavy, ακόμα πιο doom, ακόμα πιο δουλεμένος. Μόνο το εναρκτήριο “Sweet leaf’’ να είχε, θα είχες προσκυνήσει έτσι και αλλιώς. Με το κόψιμό του στη μέση και το αλόγιστο, εξωπραγματικό ξέσπασμά του πριν σε γυρίσει ξανά στην πραγματικότητα. Αν μπορούσα να μετρήσω τις φορές που έχω κάνει head banging με τα “After forever” και “Children of the grave” θα είχα εφεύρει νέους αριθμούς. Βρείτε μια σημερινή doom metal μπάντα και ρωτήστε την αν έχει ακούσει και πόσες φορές το “Lord of this world” και κλάψτε εσείς που υπερασπίζεστε δίσκους σαν το “Born again’’ και “Eternal idol’’. Ακούστε το “Solitude” και πετάξτε CD από διάφορους ατμοσφαιρικούς και μελαγχολικούς καλλιτέχνες που έχετε στο σπίτι. Εδώ η απλότητα, το συναίσθημα και η αυθεντικότητα σκάβει στο στήθος και αφήνει ουλές στην καρδιά. Τελειότητα με καθαρή συνείδηση το “Master of reality”.
Και επειδή μόνο μια μπάντα σαν τους Black Sabbath μπορεί το Θαύμα να το δημιουργήσει, το έκαναν. Αλλά και αυτοί, μόνο σε συγκεκριμένες περιόδους και συνθετικές ομάδες. Το 1972 είναι γεγονός, το “Volume 4” κυκλοφορεί. Ακόμα πιο προσεγμένος ήχος, ακόμα πιο δουλεμένες συνθέσεις, ακόμα καλύτεροι σαν παίκτες-τραγουδιστής. Ήθελαν να πιάσουν την κορυφή και απλώς άπλωσαν τα χέρια τους. Συνθετική και εμπορική. Άνοιξε το καλάθι και βάλε μέσα “Supernaut”, “Wheels of confusion’’ και “Snowblind”. Τώρα πέσε στα τέσσερα και μάζεψέ τα διότι το καλάθι σκίστηκε από το βάρος. Άντε πήγαινε ν’ ακούσεις το “Never Say Die!”, το “Seventh Star” ή το “Cross purposes”. Δεν είναι για σένα τα μήλα, πάρε μούσμουλα. Αν θέλω να νιώσω ευαίσθητος, ακούω και το “Changes” και βάζω και τα κλάματα χωρίς να ντρέπομαι ρε. Αι, συγχύστηκα. BLACK SABBATH 1970-1972 ΩΡΕ. Κάτι ήξεραν και οι Saint Vitus που πήραν το όνομα τους από εδώ.
Εννοείται ότι η συνέχεια (“Sabbath bloody Sabbath” και “Sabotage”) υπήρξε τρομερή, μα έλειπε αυτό το doom στοιχείο που έχανε έδαφος. Και οι δίσκοι του Dio ή του Martin είναι καταπληκτικοί αλλά μιλάμε για μια διαφορετική μπάντα. Αν κάπου διαβάσεις για επιρροές Sabbath, πάντα, μα ΠΑΝΤΑ εννοείται η πρώτη περίοδος. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι αυτοί οι δίσκοι είναι που ανοίξανε ορίζοντες, που σκληραίνανε τη μουσική που αγαπάμε, που μας εθίσανε στον συγκεκριμένο ήχο. Τα άλλα όλα είναι κουραφέξαλα για αντιδραστικούς σαν τους παρακάτω συναδέλφους.
Λάμπρος Πανέτας: I am the world that hides the universal secret of all times
Ναι ξέρω. Όταν λέμε για Black Sabbath της Ozzy περιόδου, η δεύτερη τετράδα δίσκων που κυκλοφόρησαν δεν είναι ακριβώς αυτό που σου έρχεται πρώτο στο μυαλό. Προφανώς διασώζεται το “Sabbath bloody Sabbath” από τον ομώνυμο δίσκο, άντε και το “Symptom of the universe” από το “Sabotage”. Ο μόνος λόγος είναι ότι οι 4 προηγούμενοι δίσκοι όρισαν το μουσικό ύφος των Sabbath και φυσικά τους έφτασαν στο απόγειο της εμπορικής τους επιτυχίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε και στην εν λόγω περίοδο καλούς δίσκους. Η μάλλον όχι απλά καλούς. Γιατί άσχετα με το τι έχει περάσει στο υποσυνείδητο μας, οι Black Sabbath δεν είναι ΜΟΝΟ ξερά doomy riffs και σκοτεινή ατμόσφαιρα. Άσε που δεν υπάρχει και η δικαιολογία της δραματικής αλλαγής μουσικού ύφους (βλέπε εποχή Dio) για να πούμε ότι πρόκειται για «άλλη» μπάντα. Όχι, είναι οι ίδιοι 4 που ηχογράφησαν το «όξινο» “Master of reality” και το tripάτο “Vol.4”.
Πάμε λοιπόν στο 1973 όπου συνεχίζοντας κατά κάποιο τρόπο από εκεί που έμεινε το “Vol. 4”, η Αγία Τετράδα αποφασίζει να πάει μερικά βήματα παραπέρα. Το αποτέλεσμα είναι το αριστούργημα που ακούει στο όνομα “Sabbath bloody Sabbath”, ένας δίσκος με τον οποίο κατά την ταπεινή μου γνώμη η μπάντα έφτασε στο καλλιτεχνικό της απόγειο κατά την περίοδο 1970-79 και ίσως και γενικότερα. Από το σοκ του εναρκτήριου ομώνυμου κομματιού, στο… «υπόγειο» “A national acrobat” ή το επικών διαστάσεων “Spiral architect”, η μπάντα δίνει ρεσιτάλ δημιουργικότητας, ερμηνείας και γενικότερα έμπνευσης. Ο Ozzy είναι καλύτερος από ποτέ (μιλάω και για πριν και για μετά), ο Iommi κατεβάζει απίστευτες ιδέες και φαίνεται πιο απελευθερωμένος, οι Butler-Ward βρίσκουν χώρο για να κάνουν επίδειξη ικανοτήτων και ο υψηλός προσκεκλημένος Rick Wakeman των Yes δίνει λίγη από την αύρα του παίζοντας τα πλήκτρα στο “Sabbra Cadabra”. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα μέλη της μπάντας έπαιξαν ο καθένας τουλάχιστον από 2 όργανα κατά την ηχογράφηση (συνθεσάιζερ, πιάνο, mellotron, φλάουτο και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς). Είναι φανερό πλέον ότι η μπάντα έχει πάει σε άλλο επίπεδο και έχει σχεδόν επανεφεύρει τον εαυτό της.
Ωστόσο, όταν η μπάντα επιστρέφει 2 χρόνια μετά με το “Sabotage”, δεν είναι πλέον οι ίδιοι άνθρωποι. Οι εσωτερικές διαμάχες, η κάθε λογής καταχρήσεις και οι νομικές κόντρες με το πρώην management γεννούν έναν γεμάτο από θυμό και πικρία δίσκο. Με διαφορά ότι πιο επιθετικό έγραψαν έως τότε, κάνει τους πρώτους τους δίσκους να φαίνονται μακρινοί, κρατώντας ωστόσο ένα υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο. Ένας στοχευμένος θυμός αν θέλετε, μια γροθιά σε όσα τους τρώγανε από μέσα και από έξω, ένας δίσκος με ένταση που όμοια δε έβγαλαν σε κανέναν προηγούμενο δίσκο. Αφήστε στην άκρη το “Am I going insane” (έπρεπε να βγάλουν και κάποιο single διάολε!) και βυθιστείτε σε ένα ταξίδι προς την Κόλαση και πάλι πίσω με το μεγαλειώδες “Megalomania”. Για τα “Symptom of the universe” και “Hole in the sky” τι να πει κανείς; Δεν νομίζω ότι στους πρώτους 4 δίσκους μπορεί να βρει κανείς τέτοιας έντασης κομμάτια.
Φυσικά ακριβώς επειδή η μπάντα συνέχιζε να βρίσκεται σε διαδικασία αναζήτησης και ίσως ήθελε να απομακρυνθεί από τον πρώιμο ήχο της, το “Technical ecstasy” που ακολούθησε την επόμενη χρονιά ήταν πάλι κάτι το διαφορετικό. Μα θα μου πει και κάποιος… συνάδελφος (ονόματα δεν λέμε ΔΗΜΗΤΡΗ), αυτός δεν είναι… καλός δίσκος. Σοβαρά τώρα; Για ακούστε λίγο καλύτερα. Όχι, αυτοί οι Black Sabbath δεν είναι οι Sabbath του 1971, έχουν αλλάξει και σαν άνθρωποι και σαν μουσικοί και αυτό συνήθως μεταφράζεται σε δίσκους που κάνουν τους «παραδοσιακούς» να βγάζουν σπυράκια. Εξαιρετική παραγωγή από τον μάστορα Iommi, κομματάρες όπως τα “Backstreet kids” και “Gypsy”, το μεγαλειώδες “You won’t change me” και μια «σοβαρή» μπαλάντα με το “She’s gone”. Συνεχίζουν ότι ξεκίνησαν με το “Sabbath bloody Sabbath” και άφησαν στη μέση με το “Sabotage”, ξέροντας πως οι μέρες του “Paranoid” έχουν περάσει και ο κόσμος ζητάει φρέσκο πράγμα. Ο δίσκος έχει φάει πολύ θάψιμο, κάτι πραγματικά άδικο καθώς αν τον εξετάσεις με καθαρή σκέψη θα καταλάβεις ότι άξιζε ΠΟΛΥ καλύτερης αντιμετώπισης. Α, εδώ έχουμε και την σπάνια ευκαιρία να ακούσουμε τον Bill Ward να τραγουδά, στο “It’s alright”.
Αν το “Technical ecstasy” θάφτηκε, τι να πω για το “Never say die”; Σίγουρα δεν βοήθησε το γεγονός ότι η μπάντα στο 1978 ήταν ουσιαστικά τελειωμένη και το ήξεραν και οι 4 τους. Το λέει άλλωστε και ο Bill Ward τραγουδώντας (ξανά) στο “Swinging the chain”: “Yes we’re sad and sorry, really sorry that it happened that way, we cannot go on in those days”. Ωστόσο, εκεί που άλλες μπάντες δεν θα κατάφερναν καν να βγάλουν δίσκο, αυτοί τα κατάφεραν σχεδόν όντας στον… αυτόματο πιλότο. Πειραματίστηκαν, στράγγιξαν τις σκέψεις και τις ιδέες τους και έσω και αν κάποιοι κατηγορούν τον δίσκο σαν άνισο, στην άλλη όψη του νομίσματος θα μπορούσε να θεωρηθεί ποικιλόμορφος. Από τα μελωδικά “Never say die” και “A hard road” στα χορταστικά “Johnny Blade” και “Junior’s eyes”, μέχρι τους jazz πειραματισμούς (ο Iommi θυμήθηκε τα νιάτα του) του “Air dance”, η μπάντα καταθέτει και τα τελευταία ψήγματα έμπνευσης, ξεπερνώντας τον εαυτό της, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά.
Μπορεί η περίοδος 1973-1978 να μην υπήρξε η πιο εμπορική ή επιδραστική των Black Sabbath αλλά οι συνθήκες στις οποίες δημιούργησε η μπάντα αποδείχθηκαν τελικά ιδανική «μαία» για την δημιουργία μουσικής που στάθηκε στο υψηλότερο καλλιτεχνικό επίπεδο που είχαν φτάσει μέχρι τότε. Και τώρα βάλτε να ακούσετε το “Sweet leaf” (γκουχ γκουχ) γιατί πολύ μακριά σας πήγα από τους «ορθόδοξους» Black Sabbath….
Θοδωρής Χριστοδουλόπουλος: Turn up the night, it feels so right
Λοιπόν, πρέπει να κάτσω να γράψω γιατί η περίοδος του Dio είναι η καλύτερη ποιοτικά περίοδος των Sabbath. Και σε αυτή την εύκολη αποστολή έχω να παλέψω με 3-4 άλλες περιόδους την εξής μία. Την πρώτη περίοδο των Sabbath φυσικά. Οι υπόλοιποι ότι και αν προσπαθήσουν να γράψουν, ακόμα και χαρτοπόλεμο να πετάξουν στον αγωνιστικό χώρο για να με τραυματίσουν, πάλι χαμένοι θα βγουν. Σημαντικό για τον αναγνώστη είναι ότι δεν έχουμε μάχη τραγουδιστών καθώς ακόμα και η πιο μακροχρόνια περίοδος, αυτή με τον Ozzy δηλαδή, χωρίζεται στα δύο. Σημαντικό για τον συγγραφέα όμως είναι ότι κακά τα ψέματα, όποιον τραγουδιστή και αν είχαν οι Sabbath μετά τον Ozzy ήταν καλύτερος από τον Ozzy. Και φυσικά καλύτερος όλων; Δεν χρειάζεται καν να το πω εγώ. Ξέρετε ήδη και απαντήσατε από μέσα σας. 1-0
Τι θα γράψει λοιπόν όποιος έχει την 1η περίοδο Ozzy; (Δε μιλάω για τη 2η γιατί πραγματικά θα κλάψω με την προσπάθεια του συναγωνιστή να παρουσιάσει τα “Technical ecstasy” και “Never say die!” σαν κρυμμένα διαμάντια της παγκόσμιας metal δισκογραφίας). Θα γράψει ότι οι Sabbath γέννησαν το metal. Οι καμπάνες που ακούστηκαν έδωσαν το κάλεσμα, το “Paranoid” παίζει ακόμα και στα καλλιστεία της Miss Peloponisos μπλα μπλα μπλα… So what? Θα πω εγώ… Ο Ozzy γέννησε το metal, ο DIO ΕΙΝΑΙ ΤΟ METAL. 2-0.
Ο Ozzy κόντεψε να στείλει τους Sabbath στον αφανισμό με τις καταχρήσεις του, ο DIO τους έσωσε την καριέρα. 3-0. Ο DIO μπορεί και τραγούδησε το “Paranoid”, αν όμως ο Ozzy τραγουδήσει το “Die young” ή το “Falling off the edge of the world”, ο Ερντογάν θα μας παραχωρήσει την Κωνσταντινούπολη και τα Σκόπια θα θελήσουν να μετονονομαστούν σε Νέο Μόναχο στην προσπάθεια να τον σταματήσουν. 4-0 Πάμε να γίνουμε μεγαλόψυχοι; Γιατί έτσι είναι οι Μαθητές του Μεγάλου…
Βάζουμε αυτογκόλ και χαρίζουμε το 4-1 με το “Dehumanizer”. Το οποίο ΟΜΩΣ θα κυκλοφορήσει σε μια άλλη εποχή, το 1992, δύσκολη για το metal γενικότερα. Δε θα φοβηθεί να αλλάξει τον ήχο του, όμως θα γίνει ακόμα πιο βαρύ, ακόμα πιο metal. Στενή σχέση θα έχει άλλωστε και με την ηχητική στροφή στα επόμενα δύο albums του Dio, τα “Strange highways” και “Angry machines”. Όμως ειλικρινά, πείτε μου πόσοι δίσκοι στην ιστορία αυτής της μουσικής έχουν “Computer God”, “Master of insanity” και “I”; Αυτή η υπερδισκάρα είναι άκρως μεταλλική και άκρως αδικημένη. Όσοι νιώθουν, νιώθουν…
Τέλος πάντων, το καρφώσαμε στα δίχτυα μας. 4-1 και πάμε για τον λούκουμο. Οι Sabbath με Ozzy έπαιξαν μπάλα μόνοι τους. Και σε άδειο γήπεδο είναι εύκολο να ξεχωρίσεις. Έπαιξαν διαφορετικά, έκαναν αίσθηση, ξεχώρισαν. Όταν όμως βγήκαν τα “Heaven and hell” και “Mob rules”, το νερό είχε μπει στο αυλάκι για τη μουσική αυτή. Και το αυλάκι των Sabbath είχε αρχίσει να στερεύει. Το ότι έγινε ξανά χείμαρρος με μεγαλύτερη ορμή από ποτέ, οφειλόταν στον τεράστιο κοντό που έβγαλε μέσα και από τους υπόλοιπους αυτό που όφειλαν να είναι. Την ίδια στιγμή που το αντίπαλο δέος σάπιζε στα πατώματα και περίμενε τη γυναίκα του και έναν σπουδαίο κιθαρίστα να τον κάνουν μάγκα. 5-1 και άντε γεια! Δε θα πιάσω στο σκορ τις ατομικές-μουσικές ικανότητες των δύο frontman για τις περιόδους που αναλύουμε. Ο αντίπαλος έχει μείνει με 9 παίκτες και εμείς είμαστε μεγάλη ομάδα. Ξέρουμε πότε να σταματήσουμε. Τον σεβόμαστε. Τα 5 είναι αρκετά.
ΥΓ1. Λυπάμαι τον συντάκτη που θα στηρίξει Martin. Δύο δισκάρες έβγαλαν με τον Martin, αλλά δυστυχώς δεν έχει θέση στη μάχη αυτή. Σε πολύ λίγων το μυαλό αυτά τα δύο albums είναι Sabbath albums. Για τα δύο των 90s δε θα μιλήσω. Αν ήδη θεώρησα «αυτογκόλ» το “Dehumanizer”, και πήγαινα να στηρίξω “Cross purposes” και “Forbidden” θα με κυνηγούσαν οι οπαδοί του Αστέρα Εξαρχείων γυμνό στην Καλλιδρομίου.
ΥΓ2. Λέγεται “The devil you know” και κυκλοφόρησε το 2009… Είναι το καλύτερο Sabbath album από το “Mob rules” και μετά. Αδίκως με άλλο όνομα… Λέγεται “13” και κυκλοφόρησε το 2013. Είναι το 13ο καλύτερο album των Sabbath… Ακουμπάω το ποτήρι μου στο μπράτσο του καναπέ, κατεβάζω ξανά τη βελόνα στο πικάπ. On and on it is…
Κων/νος Χρυσόγελος: Good life is contradiction
Μιλάμε για τους Black Sabbath, συνεπώς: «αρχηγών παρόντων πάσα αρχή παυσάτω»! Πέντε δεκαετίες, κάμποσοι τραγουδιστές, και ο Tony Iommi πανταχού παρών να βγάζει τον έναν υπερδίσκο μετά τον άλλο. Κανονικά δεν πρέπει να συνεχίσουμε την κουβέντα. Τα κλείνουμε και πάμε για σουβλάκια, όπου τραβιόμαστε ολοβραδίς για το ποια είναι η καλύτερη περίοδος των γεννητόρων, επιγόνων και θριαμβευτών (3 σε 1) της αγαπημένης μας μουσικής, από εκείνες τις μάταιες κόντρες στις οποίες αρέσκονται, ως γνωστόν, οι μεταλλάδες. Αλλά τι να κάνουμε, το Metalzone, το ξέρετε καλύτερα από μας, απαρτίζεται από ψυχοπαθείς συντάκτες, οπότε βάζω κι εγώ τις (παράδοξες, όπως θα φανεί) σκέψεις μου σε μια σειρά και πατάω γκάζι.
Επί Ozzy έκτισαν πάνω σε ατσάλινα θεμέλια, επί Dio συνέχισαν, επί Martin αναγεννήθηκαν, και τα τελευταία κάμποσα χρόνια εμφανίζονται για να κάνουν τη ζωή μας χαρούμενη. Καλά όλα αυτά, αλλά κάπου στα μέσα των 80s είχαν κυκλοφορήσει και δύο δίσκοι υπό το όνομα των Sabs, οι οποίοι, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, περιέπεσαν σε αφάνεια. Ο ένας είναι το “Seventh star” του 1986, που προσωπικά δεν τον θεωρώ άξιο λόγου, παρά μόνο για το γεγονός ότι ξαναέβαλε στον χάρτη τον Iommi, και ο δεύτερος το «βλαμμένο παιδί» της δισκογραφίας της μπάντας, το μυθικό “Born again” του 1983. Για κάποια σκοτεινή και απροσδιόριστη αιτία, αποφάσισα να σας μιλήσω για το τελευταίο αυτό.
Έχουμε και λέμε: Ο Ian Gillan για αδιευκρίνιστους λόγους πίσω απ’ το μικρόφωνο, χάλια εξώφυλλο, φρικτή παραγωγή και ατελείωτες καλτ στιγμές στην περιοδεία που ακολούθησε. Αξίζει να σταθούμε παραπάνω εδώ; Μα, φυσικά! Το “Born again” είναι η μεγάλη πλάκα των Sabs, ένα διαχρονικό αστείο που πιάνει όσες φορές κι αν το αφηγηθείς. Ο φύσει πλακατζής Gillan σε κάνει να θέλεις να χωθείς μέσα στην ιστορία του δίσκου, καθώς ο ίδιος θυμάται τις σπαρταριστές στιγμές που έζησε εκείνη την αξιοπερίεργη χρονιά. Γι’ αυτό λοιπόν σημειώστε και συγκρατήστε το εξής: Το “Born again” δεν είναι απλά ένας δίσκος, αλλά πολιτισμικό φαινόμενο ή, καλύτερα, η πιο πετυχημένη αναπαράσταση του 80s heavy metal που θα συναντήσετε ποτέ.
Ο Iommi θυμάται τα δικά του: Ο Gillan «έσκασε» στο studio με την προσωπική του… τέντα (!), η οποία, αφού στήθηκε στον κήπο, έγινε ο προσωπικός χώρος του τραγουδιστή. Ακολούθησαν μέρες γεμάτες καψόνια και χαβαλέ, συμπεριλαμβανομένης εκείνης της φοράς που ο Gillan διέλυσε ένα αμάξι (η εμπειρία θα αποτυπωθεί στους στίχους του “Trashed”). Τέλος πάντων, ο δίσκος ηχογραφήθηκε κάπως, αλλά ο βάρδος κάτι έσπασε στα μηχανήματα και το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται σαν… demo των Dimmu Borgir. Μετά η περιοδεία. Ο Gillan βαριέται να μάθει τους στίχους, γι’ αυτό στήνει ένα monitor στα πόδια του για να τους διαβάζει από κάτω. Ο καπνός όμως του κρύβει τη θέα, αναγκάζοντάς τον να σκύβει κάθε τρεις και λίγο και συνεπώς να χάνεται μέσα στα σύννεφα. Ένας χρόνος απόλυτης τρολιάς, που όταν φτάνει στο τέλος του βρίσκει την μπάντα αποσυναρμολογημένη: ο Gillan αποχωρεί τη απάντων συναινέσει, οι Butler / Ward ακολουθούν ετεροχρονισμένα και οι Sabs μπαίνουν στον πάγο για αρκετό καιρό.
«Ωραία όλα αυτά, γελάσαμε», σας ακούω να λέτε, «αλλά τι μας τα πρήζεις;» Λοιπόν, ξεκινώ από τα πιο απλά: Η μουσική του δίσκου είναι απλά φοβερή. Αν είχε την παραγωγή του “Mob rules”, θα μιλούσαμε ίσως για τον καλύτερο post-Ozzy δίσκο των Sabs, και το εννοώ. Κομμάτια όπως “Disturbing the priest” και “Zero the hero” δεν τα ακούς κάθε μέρα, ενώ από κοντά συντρέχουν τα “Trashed”, “Keep it warm” και το ομώνυμο. Ακόμα και το “Digital bitch” έχει κάτι να πει, ενώ ανάμεσα στις αδυναμίες μου θα βρείτε το ambient λιθαράκι του “Stonehenge” (μεγάλε Nicholls!). Ειδικά για το “Zero the hero” αξίζει να θυμηθούμε ότι το κεντρικό riff του το «δανείστηκαν» οι Guns N’ Roses για το “Paradise city”, ενώ δεν μου βγαίνει απ’ το μυαλό ότι άσκησε επιρροή και στο “Princes of the universe” των Queen.
Αλλά επιστρέφω στο “Stonehenge”. Γνωστός ο αστικός μύθος ότι το τεράστιο stage show με το γιγαντιαίο Stonehenge, που δημιούργησε ικανά προβλήματα στην περιοδεία, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την πιο αστεία σκηνή της φοβερής κωμωδίας “This is Spinal Tap” (1984). Στην ταινία, οι τρελό-μεταλλάδες παραγγέλνουν ένα χαρτονένιο Stonehenge, αλλά ο σκηνογράφος παίρνει λάθος διαστάσεις και τελικά τους φέρνει ένα λιλιπούτειο, το οποίο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του live, εν αγνοία των εμβρόντητων μουσικών. Στην πραγματικότητα οι παραγωγοί εμπνεύστηκαν την ιστορία από τους Led Zeppelin, πιστεύω όμως πως μπορούμε να παραβλέψουμε την ιστορική αλήθεια και να προσποιηθούμε ότι οι Sabs βρίσκονται από πίσω της, οι οποίοι άλλωστε επί Gillan ήταν πιο Spinal Tap από τους Spinal Tap.
Ακούστε άρα το “Born again” έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, ταινίες, ανέκδοτα και συναυλιακά έκτροπα. Το επαναλαμβάνω: Πρόκειται για πολιτισμικό φαινόμενο, όχι για έναν απλό δίσκο. Συνεχίζω όμως, γιατί δεν ολοκλήρωσα. Στην ψηφιακή εποχή που ζούμε δεν υπάρχουν δικαιολογίες του τύπου «δεν ξέρω» ή «μα, πού να το βρω;». Ουδέν κρυπτόν υπό το YouTube, εκεί που μας περιμένουν άπειρα bootlegs όλης της καριέρας των Sabs, κάποια εκ των οποίων εποχής Gillan. Απλά σας προτρέπω να ακούσετε πώς λέει ο άνθρωπος τα παλιότερα τραγούδια. Στο “Black Sabbath”, για παράδειγμα, σας το εγγυώμαι, θα πάθετε πλάκα. Περιττό να πω ότι τα εποχής Ozzy κομμάτια τα εκτελεί σαφώς ανώτερα από τον Dio – ο πανύψηλος νάνος είχε το κακό συνήθειο να τους προδίδει έναν «ψευδό-μοχθηρό» τόνο, που δεν τους πήγαινε καθόλου.
Συνοψίζω: Ένας πολύ (μα πολύ) καλός δίσκος, ιστορίες που πραγματικά αξίζει να τις αναδιηγιόμαστε, μια εκλεκτική συγγένεια με το ξεκαρδιστικό “This is Spinal Tap”, όλα τυλιγμένα με την χειρότερη δυνατή παραγωγή και ένα νοσηρά γοητευτικό εξώφυλλο. Αυτοί είναι οι λόγοι (όχι και λίγοι) που βάζω στο στερεοφωνικό μου τόσο συχνά το “Born again”, μην σας πω συχνότερα κι από το “Master of reality” ή το “Heaven and hell”. Στην υγειά του Gillan!
Στέφανος Στεφανίδης: Eternal Tyr on headless cross purpose… and not always forbidden!
Μέσα δεκαετίας ’80. Φίλος μου φέρνει δώρο μια κασέτα, εμπορίου όχι γραμμένη, με τον πρώτο και φερώνυμο δίσκο των Black Sabbath. Κάτι η φιγούρα στο εξώφυλλο, κάτι οι καμπάνες στο ομώνυμο κομμάτι, κάτι ο βαρύς και ασήκωτος ήχος, κάτι τα riffs του Tony Iommi, κάτι ο Ozzy, ή και όλα αυτά μαζί; Με σημάδεψε για πάντα. Έχω πια αρχίσει για τα καλά να ακούω την σκληρή μουσική και σε μια παμπ στα Ταμπούρια παίζει ένας γνώριμος σκοπός. «Το “Temple of the king”», λέω. Χλευασμός από τους γύρω μου. Ήταν το “Children of the sea” των Black Sabbath φυσικά. Τώρα ξέρω γιατί τα μπέρδευα. Λόγω του Dio, που μεγαλούργησε και στους Black Sabbath, αντικαθιστώντας τον Ozzy, αφού πρώτα είχε μαγέψει με τους Rainbow. Μετά από λίγο καιρό ακούω μια ερωτική μπαλάντα, το “No stranger to love”. Στην χαζή ερώτηση μου: «τι είναι τούτο;» μου απαντούν «Black Sabbath». Αγχώθηκα και ψάχτηκα. Τελικά οι Black Sabbath δεν ήταν μόνο Ozzy και ο Dio. Είχαν και άλλες ξεχωριστές περιόδους. Ένα δίσκο, το “Born again” με τον Ian Gillan. Το “Seventh star”, με την εν λόγω μπαλάντα, που τραγουδιστής ήταν ο Glenn Hughes, μπασίστας, στην MK3 των Deep Purple.
Πέρα από το “Seventh star’’ (1986), αυτόν τον αρκετά αδικημένο δίσκο, θα ασχοληθώ με αυτή την ολοφώτεινη πλευρά των Black Sabbath, με τον Tony Martin τραγουδιστή, που χωρίζεται σε δύο περιόδους. Από το 1987 μέχρι το 1991 με τα: “The eternal idol” (1987), “Headless cross” (1989), “Tyr” (1990). Μικρό διάλειμμα επιστροφής του Dio για το “Dehumanizer”, και μετά 1992 μέχρι 1997 με: “Cross purposes”(1992) και “Forbidden” (1995).
Σε όλη αυτή την περίοδο δύο ήταν οι σταθερές: ο Tony Iommi και, εκτός του “Seventh star”, ο Tony Martin. Το “Seventh star” κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1986 και πέρα των Iommi και Hughes, στην θέση του ντράμερ ήταν ο Eric Singer, με βαρύ βιογραφικό μετά την θητεία του στους Black Sabbath, και στου μπασίστα ο Dave "The Beast" Spitz. Πέρα από το single και video clip και φανταστική μπαλάντα “No stranger to love” υπάρχουν τα power metal “In for the kill”, και “Danger zone” με riffs που θα απαντήσουμε σε αυτό το στιλ και σε ακόμα πιο εθιστική γραμμή σε όλη σχεδόν την Martin era. Ωραία και τα bluesαριστό “Heart like a wheel” και η άγρια hardrockιά “Angry heart”. Δίσκος που προοριζόταν για προσωπικός του Tony Iommi, αλλά βγήκε ως “Black Sabbath featuring Tony Iommi”, ύστερα από απαίτηση της δισκογραφικής. Τι να κάνουμε, πολυεθνικές.
Το 1987 οι Black Sabbath κάνουν μια κίνηση ματ με τον τραγουδιστή Tony Martin, που αποδείχθηκε χρυσάφι για το μέλλον τους. Στα ντραμς παρέμεινε ο Singer, και στο μπάσο ήρθε ο Bob Daisley. Και τον Νοέμβρη του 1987 “Eternal idol” εγένετο. Πολύ καλός δίσκος με φοβερά κομμάτια, αλλά σε άλλη διάσταση σε σχέση με την Ozzy era, ή ακόμα και με αυτήν του Dio. Κάτι το διαφορετικό στιλ, κάτι το σοκ για τον άγνωστο τότε Martin (οι Gillan, Hughes προέρχονταν από τους Deep Purple), έθαψαν τον δίσκο, όπως και κομμάτια σαν τα “The shining”, “Ancient warrior”, “Glory ride” και “Eternal idol”.
Το 1988 έρχεται στη θέση του ντράμερ ο Cozy Powell (R.I.P.). Και πoύ δεν έχει παίξει αυτός. Να πω Rainbow μεταξύ πολλών άλλων και να το αφήσω εδώ. Και με τους δύο Tony, Iommi και Martin, δημιουργούν με όλες τις μούσες στο πλάι τους το “Headless cross”, τον Απρίλη του 1988. Το riff του ομώνυμου κομματιού περπατά περήφανο δίπλα σε αυτά των “Paranoid”, “Iron man”, “Children of the grave”, αλλά εδώ δεν είναι μοναχό του. Και το “Gates of hell” που το προλογίζει ανοίγει τις πόρτες μια μεταλλικής κόλασης, που δείχνει ότι οι Black Sabbath δεν ανακάλυψαν μόνο το HEAVY τότε τον Φλεβάρη του ’70, αλλά ξαναβρήκαν το METAL, και το metal ξαναπήρε από αυτούς πολλά από τα στοιχεία που έχει μέχρι και σήμερα. Ακόμα και τα “When death calls”, “Black moon” και “Night wing” ξεχωρίζουν σε αυτό τον δίσκαρο. Και με αυτή τη μεταλλική ταυτότητα, και από κεκτημένη ταχύτητα, μπαίνουν στο στούντιο και από κει τον Αύγουστο του 1990 βγαίνει το “Tyr”. Αν το “Headless cross” ήταν το σκοτεινό άλμπουμ, το “Tyr” είναι το ολοφώτεινο. Να βάλω στην κουβέντα το “Anno mundi” και να σταματήσω εδώ; Στα θέματα του “Tyr” περιλαμβάνονται θρησκευτικές αναζητήσεις, όλων των κυρίων θρησκειών, (βλ. “Anno mundi”, “Jerusalem”), αλλά και μυθολογίας βόρειων χωρών (βλ. “Odin’s court”, “Valhalla”). Έχει και την πιασιάρικη μπαλάντα “Feels good to me”.
Μικρό διάλειμμα για την επιστροφή του αείμνηστου Dio και το “Dehumanizer”. Το 1994 έχουμε επιστροφή όχι μόνο του Martin, αλλά και του Geezer Butler. Και την προσθήκη του προσφάτως μακαρίτη Geoff Nicholls στα πλήκτρα και του ντράμερ Bobby Rondinelli. Και όλη αυτή η παρέα από παλαιούς και καινούργιους δημιούργησε το “Cross purposes”. Δίσκος άξιος συνεχιστής των δύο προηγούμενων διαμαντιών. Τα “I witness”, “Cross of thorns”, “Psychophobia” αγαπήθηκαν και ακούστηκαν πολύ στα live εκείνης της εποχής. Και το 1995 με την παρέα του “Tyr” έφτιαξαν το “Forbidden”. Δίσκος που θα μπορούσε να είναι, και για κάμποσο καιρό ήταν, ο τελευταίος τους. Θα αδικούσαν τον εαυτό τους, με αυτόν τον δίσκο τον τελευταίο τους; Αδικήθηκαν από οπαδούς και όχι μόνο; Αν και αυτός ο δίσκος έχει τις καλές στιγμές του: “The illusion of power” με αρχή που κοιτάει ανατολικά, “Can't get close enough”, ειδικά μετά την έκρηξη στο 1:30, κάτι και η μπαλάντα “I won’t cry for you”, και ακόμα η riffάρα, από τον Iommi φυσικά, του “Forbidden”. Βάλε και το “Kiss of death”. Αξίζει περισσότερη εκτίμηση.
Οι Black Sabbath είχαν εκπληκτικές περιόδους, με την πρώτη πενταετία του Ozzy και τα πρώτα χρόνια με τον Dio να δεσπόζουν. Η εποχή του Tony Martin έδωσε, πέρα από τουλάχιστον τρεις πολύ καλούς δίσκους, όπως αναλύονται παραπάνω, αρκετά κομμάτια – διαμάντια, όπως αναφέρονται παραπάνω. Πάνω από όλα πιστοποίησε την συνθετική μαεστρία του Iommi και την ευκολία να δημιουργεί μοναδικά και καταπληκτικά riffs. Αλλά ακόμα περισσότερο, ας μου επιτραπεί να προσθέσω, μας σύστησε έναν άρτιο, σεμνό, εξαιρετικό τραγουδιστή. Τον Tony Martin.