- Home
- OZ - Fire in the Brain
OZ - Fire in the Brain
Oz-Fire in the Brain
Όπου,όπως και όποτε είχε βάλει χέρι ο μέγας Quorthron (Bathory), το αποτέλεσμα ήταν από καλό εώς τέλειο. Και όταν λέμε χέρι, εννοούμε μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είτε αυτό λέγεται παραγωγή, είτε λέγεται έγχορδα είτε λεγεται....απλά το χέρι του. Ναι, ακόμα και αυτό διακοσμεί εξώφυλλο heavy metal μπάντας και πιο συγκεκριμένα των Φιλανδών OZ, μια από τις παλιότερες μπάντες της χώρας τους με έτος ίδρυσης το 1977. Όπως καταλαβαίνετε, στην αρχή το συγκρότημα έπαιξε hard rock κάτι που ίσχυε ακόμα και στο ντεμπούτο τους ''The Oz'' το 1982. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης δεν είναι το μουσικό κομμάτι (μέτριο) αλλά ότι την παραγωγή είχε αναλάβει ο Boss (Börje Forsberg, πατέρας του Quorthon και ιδρυτής της Black Mark Production) και από κοντά είχε και τον 16χρονια τότε γιο του Thomas (δλδ Quorthron) να αναλαμβάνει τα εικαστικά. Όλα αυτά πριν ιδρυθεί η Black Mark ή οι Bathory. Επιστρέφοντας στους Oz, δραματικές εξελίξεις με αλλαγές στη σύνθεση τους με τις κιθάρες πλέον να αναλαμβάνουν δυο νέα μέλη, οι Speedy Foxx και Spooky Wolff ενώ το μπάσο κρατεί στιβαρά ο Jay C. Blade (με θητεία στους heavy metallers Sarcofagus). Ο ήχος σκληραίνει σε υπέρμετρο βαθμό σε σχέση με το ντεμπούτο τους και το δεύτερο βήμα ''Fire in the Brain'' δείχνει μια εντελώς διαφορετική μπάντα. Στο ίδιο μήκος κύματος ακολουθεί το ''III Warning'' το 1984 ενώ δυο χρόνια αργότερα το ''...Decibel Storm...'' που ομολογουμένως έχει χάσει την τραχύτητα και την αιχμηρότητα του σαν μπάντα (και διαφορετικό παραγωγό). Εμ η RCA είχε εμπορικές hard rock μπάντες,που πήγαν και έμπλεξαν οι OZ. Δεν είχαν παίξει όμως ακόμα το τελευταίο τους χαρτί. Τα δυο ιδρυτικά μέλη (Tapani Anselm=φωνή και Mark Ruffneck=drums) επιλέγουν νέους μουσικούς για να συμπλήρώσουν τη σύνθεση της μπάντας, γράφουν νέα, σκληρή μουσική, επιλέγουν τον Boss και πάλι για παραγωγό τους και υπογράφουν και στην εταιρία του και το ''Roll The Dice'' (1991) βρίσκεται πλέον στα δισκοπωλεία. Πολύ καλός δίσκος, αρκετά περισσότερα πλήκτρα σε σχέση με το παρελθόν αλλά πάντοτε σκληρά, εξαιρετική επιστροφή, δυστυχώς χωρίς συνέχεια μιας και η μπάντα διαλύεται μετά την κυκλοφορία της. Το 2011 επανασυνδέονται οι OZ και επιστρέφει και ο Jay C. Blade με το ''Burning Leather '' να δηλώνει ένα ισχυρό παρόν αλλά στη συνέχεια παρέμεινε στη μπάντα μόνο ο Mark και αν και συνεχίζουν αξιοπρεπέστατα (τουλάχιστον), δεν μου θυμίζουν τους Oz που ήξερα.
Βρισκόμαστε στο 1983 και έχουν έρθει τρία νέα μέλη στη μπάντα (έγχορδα). Μάλιστα ο Jay C. Blade αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου τη σύνθεση των νέων κομματιών εκτός από δυο τραγούδια που τον βοηθά ο ένας εκ των δυο κιθαρίστων, ο Spooky Wolf. Χρόνος διάρκειας για οκτώ συνθέσεις κάτω από μισή ώρα και από πριν γίνεται αντιληπτό ότι δεν θα καθυστερήσουν να σου χώσουν μια μπουνιά στο πρόσωπο με καθαρόαιμο heavy metal. Μια ηληθιώδης εισαγωγή εξαφανίζεται από το μυαλό σύντομα και αναλαμβάνει ταχύτατη, σκληροπυρινική ρυθμική εμμονή εμπλουτισμένη με μεταλλικά,φρεσκοακονισμένα riffs. Αιχμηρότητα, όχι αστεία. Επίθεση χωρίς υποχώρηση με επίμονες κιθάρες που γαζώνουν ασταμάτητα . Το ''Fortune'' έρχεται πιο κομμένο σε ταχύτητα αλλά πιο ρυθμικό. Εδώ οι κιθάρες παίζουν παιχνίδι ισχύς με την μια να ανοίγει τα φτερά της όσο η άλλη σε ραμφίζει οδυνήρά. Το ρεφραιν είναι πιασάρικο, άνετα θα έβγαζα τα σωθικά μου τραγουδώντας το σε κάποια συναυλία τους. Ακολουθεί το ''Megalomaniac'' που ξεκινά με ένα ...μεγαλομανές σόλο πριν διακυρήξει πόλεμο στα αυτιά σου. Η μελωδία είναι μέρος της μουσικής τους και στο συγκεκριμένο τραγούδι υπάρχει ένα rock 'n' roll κλίμα (motorheadίλα;). Μέτρια στιγμή πάντως σε αντίθεση με το ''Black Candles'' που ακούγεται επιβλητικό και επικό. Ακούμε κάποιες κραυγές από τον Ape De Martin που δεν έχουμε ξανακούσει, δυνατότητες και ικανότητες που ξεδιπλώνονται ευχάριστα και χωρίς υπερβολές. Οι κιθάρες κεντάνε το πύρινο ύφασμα τους και βάζουν φωτιά στο μυαλό σου. Ξεφεύγει από το μέσο χρονικό όρο των συνθέσεων τους αλλά τους ταιριάζει πολύ μιας και ακούμε ένα occult τραγούδι που θυμίζει συγκερασμό us epic power metal με Mercyful Fate.
Η δεύτερη μεριά ξεκινά με το ''Gambler'' αποκαλύπτοντας την αγάπη που είχαν για το nwobhm που τότε ανδρωνόταν και επηρέασε τους Oz σαν μπάντα. Από hard rock μπάντα έγιναν metal band χάρη σε μπάντες όπως οι Iron Maiden, η μεγαλύτερη επιρροή στο Gambler, στις κιθάρες,στις φωνητικές μελωδίες, στο drumming. To ''Stop Believin'', με αντίστοιχες επιρροές από το Αγγλικό Κίνημα, στέλνει ορδές από riffs και φωνητικά κρεσέντο. Ρυθμική επιδρομή με διαταγές ''μην αφήσεις τίποτα όρθιο στο πέρασμα σου'' και συγχορδίες που σου κάνουν βδελλοθεραπεία στον εγκέφαλο. Τα λεπτά περνούν γρήγορα και ουσιαστικά μην αφήνοντας σε σε χλωρό κλαδί μέχρι να τελειώσει και το ομώνυμο τραγούδι, χαρίζοντας σου πρωτύτερα ακόμα μια δόση ενέργειας και ενεργοποίησης του νευρικού και μυικού σου συστήματος στο μέγιστο βαθμό. Εικικά η δεύτερη μεριά είναι σαν να ακούς nwobhm βουτηγμένο σττην κοκαίνη με την ανεπαίσθητη Φιλανδική μελωδία που χαρακτηρίζει τους μουσικούς της, έστω και αν αυτοί παίζουν όσο πιο ηχηρά και γρήγορα μπορούν.