Seven Spires - Gods of Debauchery
Seven Spires-Gods of Debauchery
Δυο φίλοι αντίθετου φίλου, και οι δυο απόφοιτοι Berklee College of Music, αποφασίζουν να φτιάξουν μαζί μια μπάντα το 2013. Το όνομα αυτής, Seven Spires, ενώ οι δυο προαναφερθέντες καλλιτέχνες είναι ο κιθαρίστας Jack Kosto και η τραγουδίστρια Adrienne Cowan. Οι Seven Spires κινούνται στο συμφωνικό metal με αρκετά πλήκτρα και όπως καταλαβαίνετε, γυναικεία φωνητικά. Το 2015 προστίθεται ως μόνιμο μέλος και ο μπασίστας Peter Albert de Reyna και το ντεμπούτο ‘’Solveig’’ βλέπει το φως της ημέρας το 2017 μέσω μιας μικρής εταιρίας. Η μπάντα κερδίζει το ενδιαφέρον αρκετών οπαδών και υπογράφει με την Frontiers Records η οποία θα κυκλοφορήσει το επόμενο τους άλμπουμ, ‘’ Emerald Seas’’ αρχές του 2020. Η πανδημία μάλλον ενέργησε εποικοδομητικά για τη μπάντα μιας και μέσα σε ένα χρόνο έχουν έτοιμο το νέο τους βήμα που ονομάζεται ‘’Gods of Debauchery’’ και κυκλοφόρησε από την ίδια εταιρία και σύνθεση τον προηγούμενο μήνα. Διαθέσιμο σε cd αλλά και διπλό βινύλιο (χρυσού χρώματος) με τη μίξη να αναλαμβάνει και πάλι ο Sascha Paeth που έχει ξανασυνεργαστεί με την Adrienne ενώ την παραγωγή έχει αναλάβει για ακόμα μια φορά ο ίδιος ο Jack Kosto.
Ξεκινάμε από όμορφο εξώφυλλο του Φιλανδού αρτίστα Tuomas Välimaa και αναμένουμε και άλλα, ανάλογου επιπέδου και στο μέλλον. Η φωνή της Adrienne είναι το πρώτο πράγμα που ακούς και σίγουρα όχι το τελευταίο. Ο ρόλος της, εκτός από στιχουργό/τραγουδίστρια έχει μεγαλώσει μιας και εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναλάβει και τα πλήκτρα. Μιας και δεν υπάρχει λεπτομερές δελτίο τύπου, δεν γνωρίζω αν η ίδια κρύβεται πίσω και από την σύνθεση των τραγουδιών, πράγμα που συνέβαινε στο παρελθόν. Ο δίσκος ξεκινά, ακούμε συμφωνικό metal με μοντέρνο ήχο, αρκετά γρήγορο και ρυθμικό ενώ τα φωνητικά (της ίδιας) γυρνάνε στο ακραίο. Cradle Of Filth meets Arch Enemy in modern time. Πλέον δεν μας σοκάρει κάτι τέτοιο μας και ακούμε πολλές γλυκές και αθώες (εξωτερικά) πιτσιρίκες που μόλις ανοίξουν το στόμα τους....κόλαση. Οι Arch Enemy έκαναν μεγάλη ζημιά (καλή ή κακή, διαλέξτε εσείς). Πάντως μουσικά πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι παικταράδες αλλά η μουσική τους μου ακούγεται πολύ ψυχρή και σε σημεία ανούσια. Ειδικά όταν μιλάμε για δίσκο διάρκειας...80 λεπτών. Ήμαρτον. Και μάλιστα με χρονική διάρκεια από τον προηγούμενο δίσκο, ένα χρόνο. Τόσο έμπνευση πια; Τέλος πάντων. Το όργανα παίρνουν φωτιά, η μαυρομαλλούσα κάνει τον άγγελο τη μία, τον δαίμονα την άλλη. Υπάρχει ηχητική ποικιλία πάντως. Κάποια τραγούδια θα σας θυμίσουν τις προαναφερθέντες μπάντες, άλλα τραγούδια θα σας φέρουν στο νού Epica και Nightwish (Ghost of Yesterday). Ευτυχώς ο Jack Kosto δεν παραλείπει να μας γοητέψει με κάποιο σύντομο σόλο του ώστε να νιώθουμε έστω και λίγο μια μεταλλική ικανοποίηση μιας και τα φορτωμένα πλήκτρα και οι στεγνοί ρυθμοί κουράζουν αρκετά. Ασε που αν ακούσεις (ή δεις, ακόμα χειρότερα) το ‘’ Lightbringer’’, μιλάμε για ηχητικό απόπατο, του πεταματού πραγματικά. Τα λεπτά περνούν, το ενδιαφέρον μειώνεται. Κάποιοι προσκεκλημένοι προσπαθούν να δώσουν ένα τόνο διαφορετικότητας όπως ο πασίγνωστος Roy Khan (Conception) στο δεκάλεπτο ‘’This God Is Dead’’ που ξεκινά λες και ακούς εκκλησιαστική χορωδία. Τουλάχιστον ξεκουράζεται λιγάκι το αυτί από τα απανωτά τσιριχτά ουρλιαχτά. Και γενικότερα, ρέει σχετικά καλά σαν σύνθεση. Τρία video-clips δημιουργήθηκαν για να υποστηρίξουν το νέο τους δημιούργημα με το ‘’ The Unforgotten Name’’ να δοκιμάζει τις φωνητικές της ακροβασίες σε ντουέτο μορφή. Μουσικά και πάλι ανέμπνευστο ή καλύτερα, άψυχο, και ας είναι τεχνικό. Σας είπα/έγραψα ότι με κούρασε;;;