Monuments
Ύστερα από τον απόλυτο θρίαμβο του αριστουργηματικού "Overkill", οι Motorhead μπήκαν γρήγορα στο στούντιο μαζί με τον πάλαι ποτέ παραγωγό των Rolling Stones, Jimmy Miller, για να ηχογραφήσουν τον επόμενο δίσκο τους, που άκουγε στο όνομα "Bomber".
Αυτή είναι η στιγμή που όλα τα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους για τους Motorhead. Η χημεία των μελών έδεσε, η μπάντα βρήκε το προσωπικό της ύφος (ανεπανάληπτο μέχρι τότε και εξαιρετικά επιδραστικό στην εξέλιξη του σκληρού ήχου), οι συνθέσεις η μία καλύτερη από την άλλη, το εξώφυλλο κλασικό, ο παραγωγός (Jimmy Miller) αριστοτέχνης... Πραγματικά, το "Overkill" είναι ένας από τους ελάχιστους heavy metal δίσκους, όπου αδυνατώ να εντοπίσω έστω και μια αδυναμία ή κάποιο ψεγάδι. Τα πάντα εδώ φωνάζουν δυνατά και περίτρανα: "κλασικό"!
Το ντεμπούτο των Motorhead έδειχνε μία μπάντα που ήξερε να παντρεύει το pub rock (παρακλάδι του new wave) με το εκκολαπτόμενο heavy metal, με σαφείς αναφορές στο rock n’ roll της δεκαετίας του ’60. Ο δίσκος αποτελεί ουσιαστικά την επανηχογράφηση των περισσότερων κομματιών που θα είχαν κυκλοφορήσει οι Motorhead με την προηγούμενη σύνθεσή τους (Lemmy/ Larry Wallis/ Lucas Fox), κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ, γιατί οι United Artist, η εταιρεία στην οποία ανήκαν τότε, αποφάσισε την τελευταία στιγμή να μην το βγάλει στην αγορά (τελικά θα κυκλοφορήσει το 1979, υπό τον τίτλο "On parole").
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα για τους Motorhead! Ή μήπως όχι; Το "On parole" μπορεί να είναι το πρώτο album που ηχογράφησε η μπάντα, δεν κυκλοφόρησε όμως αμέσως, και μάλιστα όταν βγήκε τελικά στην αγορά, οι Motorhead είχαν ήδη αλλάξει σύνθεση. Μπερδευτήκατε; Ας βάλουμε τα γεγονότα σε μια σειρά.
Ο διάδοχος του αμφιλεγόμενου "Jugulator" έχει φάει απίστευτη χολή από το δευτερόλεπτο που έκανε την εμφάνισή του στα δισκοπωλεία. Σύμφωνα με τους επικριτές του (που τυγχάνουν όχι ευάριθμοι), το "Demolition" διαθέτει απαίσιο ήχο και περιέχει κάτω του μετρίου συνθέσεις. Το πόσο πολύ το αγνόησε η μεταλλική κοινότητα αντικατοπτρίζεται και στις απογοητευτικές πωλήσεις του, που κυριολεκτικά ανάγκασαν το σχήμα να απολύσει τον Tim "Ripper" Owens και να επισπεύσει την επανένωση με τον Rob Halford, του οποίου η προσωπική καριέρα δεν πήγαινε και πολύ καλύτερα από εμπορική σκοπιά.
Όταν ο Rob Halford, αρχικός τραγουδιστής των Judas Priest και εις εκ των ιδρυτικών μελών, αποχώρησε από την μπάντα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το συγκρότημα έπεσε σε αδράνεια. Μερικά έτη παρήλθαν και επανεμφανίστηκε με νέο τραγουδιστή, τον Αμερικανό πιτσιρικά Tim "Ripper" Owens, με τον οποίο κυκλοφόρησε το "Jugulator" το 1997. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούσε κανείς μόλις έπιανε τον δίσκο στα χέρια του, ήταν το πανάθλια σκαναρισμένο και γεμάτο πίξελ εξώφυλλο, που κάθε άλλο παρά προκαταλάμβανε θετικά τον ακροατή.
Η δεκαετία του 1980 δεν έκλεισε και με τον καλύτερο τρόπο για τους Judas Priest, ύστερα από το αμφιλεγόμενο "Turbo" (1986) και το μέτριο "Ram it down" (1988). Το συγκρότημα έπρεπε να αποδείξει ότι ακόμα ηγείτο της μεταλλικής μουσικής σκηνής, κάτι που τελικά κατάφερε να το πράξει, με την κυκλοφορία του από κάθε άποψη πάρα πολύ καλού "Painkiller".
Το 1986 οι Judas Priest είχαν κυκλοφορήσει το "Turbo", που δεν έτυχε ιδιαιτέρως καλής υποδοχής από κοινό και κριτικούς -αρκετοί και από τις δύο ομάδες το θεωρούν ακόμα ως την αχίλλειο πτέρνα της δισκογραφίας της μπάντας. Στην πραγματικότητα, το "Turbo" δεν είναι καθόλου κακό, σε αντίθεση με το "Ram it down", που προσωπικά θεωρώ ως τον χειρότερο δίσκο που έχει ποτέ ηχογραφήσει το σχήμα με τον Halford στα φωνητικά, κι αυτό για δύο λόγους: 1) Η πλειονότητα των συνθέσεων κινείται σε μετριότατα επίπεδα.
Δύο χρόνια απουσίας για τους Judas Priest, ύστερα από το πολυεπιτυχημένο, τόσο εμπορικά, όσο και καλλιτεχνικά, "Defenders of the faith", οι οποίοι επέστρεψαν με το "Turbo" που είναι ο με διαφορά πιο αμφιλεγόμενος δίσκος στη δισκογραφία της μπάντας.
Αν μου ζητούσε κάποιος να προσθέσω έναν υπότιτλο στο "Defenders of the faith", τότε θα σκεφτόμουν κάτι του τύπου: "Οδοστρωτήρας" ή "Τσαντισμένο μαμούθ". Πράγματι, εδώ έχουμε να κάνουμε με την πιο ενεργητική και ισοπεδωτική κυκλοφορία που είχαν χαρίσει μέχρι τότε οι Judas Priest, συνδυαζόμενη μάλιστα με μία πρωτόγνωρη έκρηξη έμπνευσης και δημιουργικότητας.