
Monuments
Οι Black Sabbath είχαν ουσιαστικά διαλυθεί το 1983, καθώς ο Geezer Butler είχε αποχωρήσει λίγο μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας για το "Born again", ενώ ο Bill Ward δεν είχε καν συμμετάσχει σε αυτή. Μόνος κι έρμος ο Iommi, αποφάσισε να κυκλοφορήσει τον πρώτο του solo δίσκο, ο οποίος ύστερα από αφόρητες πιέσεις από την εταιρεία του βγήκε υπό την αλλοπρόσαλλη ονομασία: "Black Sabbath featuring Tony Iommi".
Κάπως έτσι γεννήθηκε το black metal: Τέσσερις φίλοι από το βορεινό Όσλο έκλεψαν τα όργανά τους από ένα τοπικό μαγαζί και πρόβαραν για έξι μήνες στο νεκροταφείο της εκκλησίας της γειτονιάς τους. Όταν ήταν έτοιμοι, έκαψαν την εκκλησία και έβαλαν τον ημιπαράφρονα αδελφό του ενός να ζωγραφίσει το σάπιο εξώφυλλο του demo τους. Ο ήχος ήταν άθλιος, αλλά το μήνυμα είχε δοθεί: Είχαν ανοίξει οι πύλες της κολάσεως και δεν θα ξαναέκλειναν ποτέ...
Κεφάλαιο δεύτερο και εξίσου συναρπαστικό για τη δεύτερη ενσάρκωση των Black Sabbath, με τον Ronnie James Dio πίσω από το μικρόφωνο. Η μεγάλη επιτυχία του "Heaven and hell" την προηγούμενη χρονιά έδωσε στην μπάντα την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν για να συνεχίσει, αν και λίγο περισσότερη απ’ όση έπρεπε, αφού τα μέλη της άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν ντίβες. Από την άλλη, τα εσωτερικά προβλήματα συνέχιζαν να ταλανίζουν τους μουσικούς, κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με την εξάρτησή τους από τα ναρκωτικά.
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν: Black Sabbath με Ozzy ή με Dio στα φωνητικά; Φαίνεται παράξενο, και όντως είναι, το πώς οι δύο μόλις δίσκοι που κυκλοφόρησαν οι θρυλικοί γεννήτορες του heavy metal με τον Ronnie James Dio πίσω από το μικρόφωνο τη διετία 1980-1981, έχουν αποκτήσει τόσο πολλούς αφοσιωμένους οπαδούς, ώστε να κοντράρουν στα ίσα τα τουλάχιστον πέντε υπερκλασικά, και με όνομα βαρύ σαν ιστορία, LPs που η ίδια μπάντα δημιούργησε με τον Ozzy στην ίδια θέση.
Στη δύση του 20ου αιώνα και στον απόηχο του καλού "Unleash the beast", οι Saxon επανήλθαν με ακόμα έναν αξιόλογο δίσκο, το "Metalhead", που αποδείκνυε για δεύτερη συνεχόμενη φορά ότι η αντικατάσταση του Oliver από τον Scarratt στις κιθάρες ήταν ευεργετική για την μπάντα, που πια είχε ξεπεράσει το στάδιο της αξιοπρέπειας, βγάζοντας πλέον αντικειμενικά καλές δουλειές.
To "Unleash the beast" είναι ο πρώτος δίσκος των Saxon χωρίς τον Graham Oliver στις κιθάρες, κάτι όμως που τελικά λειτουργεί υπέρ του σχήματος, αφού το συγκεκριμένο album το θεωρώ ως ό,τι καλύτερο έχει βγάλει μέσα στη δεκαετία του ’90. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, εύσημα αρμόζουν στον αντικαταστάτη του Oliver, Doug Scarrat, που συνεχίζει ως σταθερό μέλος της μπάντας μέχρι και σήμερα και ο οποίος φαίνεται ότι έφερε μαζί του τη φρεσκάδα της ανανέωσης που τόσο πολύ χρειάζονταν οι Saxon.
Εν έτει 1995, οι Saxon ήταν σε θέση να βγάζουν αξιοπρεπείς και ορεξάτους δίσκους, κρατώντας ψηλά τη σημαία του παραδοσιακού heavy metal (που τότε δεν ήταν και στα καλύτερά του). Εντάξει, μην περιμένετε να ακούσετε κανένα δεύτερο "Wheels of steel", σίγουρα όμως δεν θα απογοητευτείτε αν επενδύσετε λίγο χρόνο σε έναν δίσκο όπως το "Dogs of war".
Τρία χρόνια απουσίας που δηλώνουν ότι η μπάντα πέρασε μία μακρά περίοδο ενδοσκόπησης για να βρει τον εαυτό της και να προχωρήσει. Και το αμερικανικό όνειρο που τόσο πολύ υπηρέτησε με τα "Crusader" (1984), "Innocence is no excuse" (1985), "Rock the nations" (1986) και "Destiny" (1988) έπαψε (δόξα τω Θεώ) να την πνίγει σαν θηλιά.
Ο διάδοχος του απογοητευτικότατου "Rock the nations" ήταν το παντελώς ασήμαντο "Destiny". Πραγματικά, όταν μία μπάντα που υποτίθεται ότι έχει αυτοσεβασμό, καθώς και αξιοσέβαστη πορεία στον χώρο του heavy metal, ανοίγει τον δίσκο της με την τραγελαφική διασκευή στο "Ride like the wind" του... Christropher Cross (!!), τι μπορεί να περιμένει κανείς; Πολύ σωστά, τίποτα. Κι αυτό ακριβώς παίρνει!
Ύστερα από το συμπαθητικό, αλλά μάλλον κατώτερο των δυνατοτήτων τους, "Innocence is no excuse" (1985), οι Saxon συνέχισαν αμετανόητοι να θηρεύουν το αμερικάνικο όνειρο, παίζοντας εμπορικό metal με glam και arena rock αναφορές. Έτσι, με σταθερά φθίνουσα πορεία ως προς την ποιότητα, κυκλοφόρησαν το 1986 το μετριότατο (προς κακό) "Rock the nations".