
Monuments
‘’W.A.S.P.’’ 1984, ‘’The Last Command’’ 1985, ‘’Inside The Electric Circus’’ 1986, ‘’The Headless Children’’. Αυτό ήταν μια άσκοπη επιθεώρηση της metal history. Της ιστορίας των W.A.S.P. που έδωσαν αυτές τις τέσσερις κλασικές, μνημειώδης για πάρα πολλούς, δισκάρες. Ο κύριος Steven Edward Duren, ο ποιος? Ο κύριος Blackie Lawless είχε δώσει τόσα πολλά και είχε κερδίσει άλλα τόσα από την αγαπημένη μας σκληρή μουσική. Και οι φήμες για τα αρχικά W.A.S.P. έδιναν και έπαιρναν. Κάνοντας το όλο σκηνικό σκαμπρόζικο και άκρως γαργαλιστικό. Με ακραία και άκρως γαργαλιστική θεματολογία.
Tο 1987, οι Torbjörn Weinesjö (κιθάρες), Thomas Weinesjö (drums) και Anders Olofsson (φωνητικά) σχημάτισαν τους Glorify που γρήγορα άλλαξαν όνομα τους σε Seventh Seal. Ο Fredrik Sjöholm (τότε Ohlsson) στα φωνητικά προσχώρησε αργότερα, και το όνομα άλλαξε σε Veni Domine όταν επιτεύχθηκε η πρώτη τους δισκογραφική συμφωνία. Το 1992 τελικά κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους, “Fall Babylon Fall”.
Οι Γερμανοί Alpha Tiger δημιουργήθηκαν από τις στάχτες των Satin Black, που το 2008 κυκλοφόρησαν το εξαίσιο “Harlequin”. Ο δίσκος αυτός είχε ένα ύφος αρκετά κοντά στα 3 πρώτα άλμπουμ των Fates Warning, αλλά το συγκρότημα περνούσε τις επιρροές από το προσωπικό του ύφος και έτσι έβγαζε κάτι φρέσκο που ακουγόταν πολύ άνετα, και όχι αντιγραφή.
Ακόμα θυμάμαι με συγκίνηση την κριτική του Lord στους Αngra για το “Holy Land”. Αν και ήταν καλή, μου έβγαζε κάτι το συγκρατημένο. Λίγο καιρό πριν, για τους AC/DC έγραφε: «Κάποιοι θεωρούν τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής τους την πρώτη φορά που πήγαν με γυναίκα ή το πρώτο τους αμάξι ή όταν έκαναν οικογένεια.
Οι Excess δημιουργήθηκαν στη Γαλλία το 1983, και μετά από ένα demo το 1985, η μπάντα κυκλοφόρησε το αρκετά μέτριο ντεμπούτο της, “Melting Point”, το 1986. Τέσσερα χρόνια αργότερα, κυκλοφορούν τον 2ο και τελευταίο full-length δίσκο τους, “The Fatal Touch”, από την Ισπανική Berman Internacional, και είναι ένας μικρός θησαυρός του κλασικού heavy metal. Για μια περίοδο μάλιστα ήταν και από τους πιο σπάνιους δίσκους στο είδος του.
Tο thrash της περιόδου 1983-1986 δεν έβγαλε απλώς μουσική που εμπλούτισε την 80’s heavy metal σκηνή, αλλά άλλαξε τις ζωές των ακροατών. Οι Dark Angel από το Downey της California, με το ντεμπούτο τους “We Have Arrived”, έκαναν τον κόσμο να πιστέψει βαθιά σε αυτήν την μουσική, και κυκλοφόρησαν ένα τραγούδι, το “Merciless Death”, που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά thrash ακροατών.
Καθόλου πρωτότυπος τίτλος το ‘’how did it come to this’’ που απαντιένται βασικά ‘’Narcosynthesis’’. Έτσι αισιόδοξα ξεκινάει ο τέταρτος δίσκος των Nevermore ‘’Dead Heart In A Dead World’’ που κυκλοφόρησε στις 13 του Σεπτέμβρη του 2000 από την Century Media Records. Διαδέχτηκε το καταπληκτικό ‘’Dreaming Neon Black’’. Και βασικά έχουμε την ίδια ομάδα, Warrel Dane (r.i.p. 12/2017), Jeff Loomis, Jim Sheppard, Van Williams. Το αισιόδοξο σε χρώματα, απαισιόδοξο σε σύλληψη και εικόνα, εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Καλιφορνέζος από το San Diego εικαστικός Travis Smith.
Ο τρίτος δίσκος, ή αν μετράμε και το ‘’In Memory’’ ep του 1996, τέταρτη κυκλοφορία των Αμερικανών από το Seattle, Nevermore, βγήκε στον κόσμο μέσω της Century Media Records στις έξι του Γενάρη του 1999. Και είχε τον τίτλο ‘’Dreaming Neon Black’’. Εδώ οι Warrel Dane (r.i.p. 12/2017) με τον παντοτινό του φίλο και συνεργάτη Jim Sheppard στο μπάσο, τον Jeff Loomis στην lead guitar, τον Van Williams στα τύμπανα, ανθρώπους από την αρχή μέχρι το τέλος? των Nevermore, άλλαξαν σε σημαντικό την ρώτα της μπάντας. Αφήνοντας το ένδοξο Sanctuary παρελθόν πίσω τους.
Όσο απομακρυνόμαστε από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 προς τη δεκαετία του 2000, αλλά και πιο μετά, όλο και λιγότερους δίσκους βρίσκουμε που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μνημεία του heavy metal. Oι Dreams Enemy είναι από τη Florida και ο πρώτος τους δίσκος, “Reality” του 2000, είναι από τα καλύτερα δείγματα ποιοτικού και σοβαρού επικού heavy metal που θα μείνει στις καρδιές των οπαδών για πάντα.
Καλοκαίρι του 1989, και η μυθική δεκαετία του ’80 τελειώνει. Τα περισσότερα thrash γκρουπ έχουν αρχίσει ήδη να ρίχνουν τις ταχύτητες ακολουθώντας τις επιταγές των Slayer και του “South of Heaven”, αλλά και των Metallica που είχαν ήδη αρχίσει να προσεγγίζουν το κλασικό heavy metal.